Λέσβος, 23/3/2014
Το
401 π.Χ. ο στρατός των 10.000 μισθοφόρων
Σπαρτιατών που είχαν πολεμήσει στο
πλευρό του Κύρου, ξεκινά μετά την ήττα
του Πέρση υποψήφιου βασιλιά το μακρινό
ταξίδι της επιστροφής στην Ελλάδα. Για
να αποφύγουν την οργή των στρατευμάτων
του Αρταξέρξη, εναντίον του οποίου
κινήθηκε ο αδερφός του Κύρος, αναγκάζονται
να ακολουθήσουν διαφορετική διαδρομή
από αυτήν που τους οδήγησε στα βάθη της
Περσίας. Μετά από πολλές περιπέτειες
και απώλειες από επιθέσεις των κατοίκων
τις χώρες των οποίων διέσχιζαν, φτάνουν
σε ένα χωριό κοντά στα παράλια του
Εύξεινου Πόντου. Εκεί, “τὰ
δὲ σμήνη πολλὰ ἦν αὐτόθι, καὶ τῶν
κηρίων ὅσοι ἔφαγον τῶν στρατιωτῶν
πάντες ἄφρονές τε ἐγίγνοντο καὶ
ἤμουν καὶ κάτω διεχώρει αὐτοῖς καὶ
ὀρθὸς οὐδεὶς ἐδύνατο ἵστασθαι, ἀλλ᾽
οἱ μὲν ὀλίγον ἐδηδοκότες σφόδρα
μεθύουσιν ἐἠικεσαν, οἱ δὲ πολὺ
μαινομένοις, οἱ δὲ καὶ ἀποθνήισκουσιν”.
Εν ολίγοις, οι κάτοικοι του χωριού αυτού
έδωσαν στους στρατιώτες κηρήθρες από
μελίσσια της περιοχής. Οι στρατιώτες
που γεύτηκαν το συγκεκριμένο μέλι έχασαν
σύντομα τις αισθήσεις τους ή καταλήφθηκαν
από κρίσεις εμετού, χωρίς να μπορεί
κανείς να σταθεί στα πόδια του, ενώ όσοι
έφαγαν μικρή ποσότητα μελιού έμοιαζαν
με μεθυσμένους. Δεν πέθανε κανείς τους
και την επόμενη μέρα οι στρατιώτες είχαν
συνέλθει, συνεχίζοντας τη μακριά πορεία
τους, που έμεινε στην ιστορία ως η
“Κάθοδος των Μυρίων”, χάρη στην καταγραφή
της από τον Ξενοφώντα, που ήταν παρών
και μάλιστα εκλεγμένος στρατηγός κατά
τη διάρκεια της καθόδου.
Γιατί
όμως η κατανάλωση του συγκεκριμένου
“τρελού” μελιού (μαινόμενον
για
τους αρχαίους και παλαλόν
ή
ζαντόν
στην
ποντιακή διάλεκτο) είχε τόσο έντοντες
επιδράσεις στους στρατιώτες; Η απάντηση
κρύβεται στο φυτό από το οποίο
παρασκευάστηκε το μέλι αυτό, που δεν
είναι άλλο από το σπανιότατο για την
Ελλάδα Rhododendron
luteum Sweet.
Ο
όμορφος αυτός θάμνος με τη γλυκιά μυρωδιά
εξαπλώνεται σε περιοχές της βόρειας
και δυτικής Τουρκίας, στην Αρμενία, το
Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία και κάποιες
χώρες της Ευρώπης (Αυστρία, Σλοβενία,
Πολωνία, Λευκορωσία, Ρωσία, Ουκρανία).
Στην Ελλάδα απαντά μόνο σε μια μικρή
περιοχή της δυτικής Λέσβου, γνωστό με
την ονομασία αγούιδουρας. Εκεί φύεται
σε υγρές θέσεις, όπως όχθες ρεμάτων,
μέσα σε δάση τραχείας, χαλέπιου ή μαύρης
πεύκης, επάνω σε ηφαιστειακά πετρώματα
και υψόμετρο από 60 έως 760 μ. Ανθίζει
κυρίως τους μήνες Απρίλιο και Μάιο, αν
και πολλές φορές αρκετά νωρίτερα, ήδη
από τις αρχές Μαρτίου, όπως τη φετινή
χρονιά.
Όλα
τα μέρη του φυτού είναι τοξικά και η
κατανάλωσή του μπορεί να οδηγήσει αμόμα
και στο θάνατο, αν και συνήθως οι
επιδράσεις στον ανθρώπινο οργανισμό
είναι ηπιότερες και περιλαμβάνουν
συμπτώματα όπως ζαλάδες, ναυτία, εμετούς,
χαμηλή πίεση, βραδυκαρδία και παραισθήσεις.
Η πρώτη αναφορά δηλητηρίασης από
ροδόδενδρο, μέσω του τρελού μελιού, ήταν
αυτή του Ξενοφώντα στο έργο του “Κύρου
Ανάβασις”. Αρκετά χρόνια αργότερα, το
67 π.Χ., η ιστορία επαναλήφθηκε, καθώς ο
στρατός του Πομπηΐου του Μέγα δηλητηριάστηκε
και πάλι από τρελό μέλι στην ίδια περίπου
περιοχή του Πόντου, κατά τη διάρκεια
του τρίτου Μιθριδατικού πολέμου.
Πάντως,
όπως ισχύει για πολλά από τα ισχυρότερα
δηλητήρια του φυτικού βασιλείου, ο
αγούιδουρας της Λέσβου έχει χρησιμοποιηθεί,
τουλάχιστον κατά το παρελθόν, ως
φαρμακευτικό φυτό, το οποίο αναφέρεται
από το Διοσκορίδη και τον Πλίνιο. Στη
Γερμανία χρησιμοποιήθηκε ως φάρμακο
για την υψηλή πίεση και αλλού για την
αντιμετώπιση των ρευματικών παθήσεων
ή κάποιων γαστρεντερικών διαταραχών.
Η χρήση του όμως σταμάτησε λόγω των
παρενεργειών που εμφανίζονταν. Έχουν
αναφερθεί περιστατικά δηλητηριάσεων
ακόμα και με πολύ μικρές ποσότητες
τρελιού μελιού, της τάξης του ενός ή δύο
κουταλιών του γλυκού και ένα ενδιαφέρον
στοιχείο που προκύπτει από τις
καταγεγραμμένες περιπτώσεις δηλητηριάσεων
είναι ότι η συντριπτική τους πλειοψηφία
αφορά άντρες μεσήλικες (σε ποσοστό που
αγγίζει ακόμα και το 90%), λόγω της ιδιότητας
που πιστεύεται ότι έχει το τρελό μέλι
να βοηθά σε σεξουαλικές δυσλειτουργίες.
Στη
Λέσβο, όπως μας πληροφορούν οι Γιάννης
Μπαζός και Αρτέμιος Γιαννίτσαρος στο
Βιβλίο Ερυθρών Δεδομένων των Σπάνιων
και Απειλούμενων Φυτών της Ελλάδας, η
παρουσία του ροδόδεντρου έγινε γνωστή
από τον Candargy στο τέλος
του 19ου αιώνα. Επειδή η μεγάλη του
τοξικότητα αποβαίνει ιδιαίτερα επικίνδυνη
στην περίπτωση κατανάλωσής του από ζώα,
έγινε ανεπιθύμητο από κατοίκους της
περιοχής που ασχολούνταν με την
κτηνοτροφία, με αποτέλεσμα την εξαφάνιση
του φυτού από μια ακόμα θέση όπου
εξαπλωνόταν παλιότερα. Σήμερα, η συνολική
εξάπλωσή του δεν ξεπερνά τα 40 τ.χιλ.,
μέσα στα οποία βρίσκεται σε μικρές
συστάδες αποτελούμενες από λίγα άτομα,
πληρώντας έτσι τα κριτήρια για την
ένταξή του στην κατηγορία “Τρωτό”,
σύμφωνα με την IUCN. Το
ροδόδεντρο προστατεύεται από το ΠΔ
67/81 και περιλαμβάνεται στο Παράρτημα
ΙΙ της Οδηγίας 92/43 και στον παγκόσμιο
κατάλογο ειδών που χρήζουν προστασίας
του ΟΗΕ.