Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

Crocus hadriaticus ssp. hadriaticus

Λευκάδα, 23/10/2011

Το φθινόπωρο τα μονοκότυλα έχουν την τιμητική τους. Κρόκοι, κολχικά και σκίλλες περνούν όλο το καλοκαίρι κάτω από το έδαφος και περιμένουν υπομονετικά όλα τα υπόλοιπα φυτά να ολοκληρώσουν τον κύκλο ζωής τους. Τότε, οι πρώτες βροχές τους δίνουν το σήμα να βγουν σε ένα απαλλαγμένο από ανταγωνισμό τοπίο.

Αυτή τη στρατηγική επιβίωσης ακολουθεί και ο Crocus hadriaticus Herbert, ένας φθινοπωρινός λευκός κρόκος, ενδημικός της Ελλάδας. Τα μορφολογικά γνωρίσματα που τον κάνουν να ξεχωρίζει είναι ο κιτρινος λαιμός, οι κίτρινοι ανθήρες, ο βαθιά χωρισμένος σε τρία μέρη στύλος και τα φύλλα που είναι συνήθως παρόντα κατά την άνθιση. 

Θα τον συναντήσει κανείς σε ανοιχτούς θαμνώνες, βοσκότοπους, χέρσα χωράφια και πετρώδεις ή βραχώδεις λοφοπλαγιές. Τα υψόμετρα που προτιμά είναι συνήθως χαμηλά, αλλά έχει βρεθεί και στα 1500 μ. στην Πελοπόννησο. Ανθίζει από Σεπτέμβριο μέχρι Δεκέμβριο. Οι βολβοί του, όπως και άλλων ειδών κρόκων (π.χ. C. olivieri, C. sieberi, C. cancellatus), είναι εδώδιμοι.


Ο C. hadriaticus περιλαμβάνει τρία υποείδη: τον C. hadriaticus ssp. parnonicus B. Mathew, που φύεται στην Πελοπόννησο, τον C. hadriaticus ssp. parnassicus (B. Mathew) B. Mathew στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα και τον C. hadriaticus ssp. hadriaticus Herbert σε Πελοπόννησο, Στερεά Ελλάδα, Ήπειρο και κάποια από τα νησιά του Ιονίου.

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2011

Hyacinthella leucophaea ssp. atchleyi

Βούρινος, 26/3/2011

Είναι μικροσκοπική, αλλά τρισχαριτωμένη η Hyacinthella leucophaea ssp. atchleyi (A. K. Jacks. & Turrill) K. Perss. & Jim. Perss. Περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1937 από τον Κιθαιρώνα και αρχικά πιστευόταν ότι ήταν ενδημικό της Ελλάδας. Τελικά πρόκειται για βαλκανικό υποείδος, που εντοπίζεται και στη Δ. Βουλγαρία και την Α. Σερβία. Στην Ελλάδα βρίσκεται στη Δ. Μακεδονία (Βούρινος και νομός Γρεβενών), στην Στερεά Ελλάδα (Κιθαιρώνας, Τραγάνα, Β. Εύβοια και γύρω από τη Χαλκίδα) και πρόσφατα (2005) εντοπίστηκε και στην Πελοπόννησο. Σπάνια και ακριβοθώρητη, θα τη συναντήσει κανείς σε χαλικώδεις πλαγιές λόφων και λιβάδια, βραχώδεις πλαγιές, μακκία βλάστηση, ξέφωτα και παρυφές δάσους κωνοφόρων, σε ασβεστόλιθο, φλύσχη και σερπεντίνη, μεταξύ 100 και 1800 μ. Η περίοδος της ανθοφορίας της εξαρτάται από το υψόμετρο: σε χαμηλά υψόμετρα, ως προάγγελος της άνοιξης, ανθίζει νωρίς το Φεβρουάριο και ολόκληρο το Μάρτιο, ενώ ψηλότερα καθυστερεί και εντοπίζεται ανθισμένη μέχρι και τον Απρίλιο.

Σχηματίζει μικρούς και διάσπαρτους πληθυσμούς: 500 άτομα ο πληθυσμός του Κιθαιρώνα, 1000 άτομα κοντά στη Θήβα και μόλις 50 άτομα, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, ο πληθυσμός της Πελοποννήσου. Ένας από τους μεγαλύτερους πληθυσμούς που έχει βρεθεί στην Ελλάδα είναι αυτός της Τραγάνας, όπου έχουν καταμετρηθεί γύρω στα 50.000 άτομα.

Η περιορισμένη εξάπλωσή της στην Ελλάδα, αλλά και οι αλλαγές χρήσης της γης στις περιοχές όπου φύεται, με συνέπεια να απειλούνται οι πληθυσμοί της, επιβάλλουν την προστασία της, γι’ αυτό και περιλαμβάνεται στο Βιβλίο Ερυθρών Δεδομένων των Σπάνιων και Απειλούμενων Φυτών της Ελλάδας, στο Π.Δ. 67/81 και στον κατάλογο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών  για τα φυτικά είδη που χρήζουν προστασίας (UNEP-WCMC species database).

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

Staehelina uniflosculosa

Λάκμος, 27/8/2011

Ενδημικό είδος της Βαλκανικής χερσονήσου, η Staehelina uniflosculosa Sm., εξαπλώνεται σε Ελλάδα, Αλβανία και πρώην Γιουγκοσλαβία και σε υψόμετρα μεταξύ 700 και 1500 μ. Περιστασιακά ανεβαίνει ψηλότερα, στα 1950 μ., ή κατέρχεται ως τα 400 μ. μέσα σε χαράδρες. Ως ένας κατακείμενος αποξυλωμένος ημίθαμνος, ξεπροβάλλει μέσα στους βραχώδεις βιοτόπους της με λευκούς πιληματώδεις βλαστούς και χαρακτηριστικές ροζ-μωβ ταξιανθίες. Ανθίζει από τα μέσα Ιουλίου έως τον Οκτώβριο. 


Το δεύτερο συνθετικό του ονόματός της, προέρχεται από τις λατινικές λέξεις uni=ένα και floscule=μικρό άνθος και αναφέρεται στην ταξιανθία της, η οποία διαφοροποιείται από την τυπική κεφαλιόμορφη ταξιανθία των Compositae (= Σύνθετα) με τα πολυάριθμα και πολύ μικρά άνθη.


Ο Strid, στο Wild Flowers of Mount Olympus, αναφέρει πως η S. uniflosculosa είναι ένα από τα πιο διαδεδομένα και χαρακτηριστικά φυτά των ανώτερων δασωμένων ζωνών του Ολύμπου, πιθανόν πιο κοινή εκεί παρά οπουδήποτε αλλού και συχνά κυρίαρχη σε δάση μαύρης πεύκης. Εμείς την συναντήσαμε στο όρος Λάκμος, το βορειότερο βουνό της Ν. Πίνδου, σε βραχώδεις θέσεις μέσα σε δάσος ελάτης.


Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

Crocus pulchellus

 Φίλυρο, 24/10/2010

Pulchellus στα λατινικά σημαίνει όμορφος κι από ότι φαίνεται, ο φθινοπωρινός αυτός ψηλόλιγνος κρόκος φέρει επάξια το όνομά του. Ο Crocus pulchellus Herbert απαντά συνήθως σε χαμηλά υψόμετρα, αλλά ανεβαίνει μέχρι τα 1850 μ. στον Άθω. Η εξάπλωσή του είναι υποβαλκανική, καθώς εντοπίζεται, εκτός από τη Βαλκανική χερσόνησο, και στη Β.Δ. Τουρκία. Στην Ελλάδα βρίσκεται σε Μακεδονία, Θράκη και νησιά του Β. Αιγαίου, ενώ ένας Θεσσαλονικιός μπορεί να τον βρει πολύ κοντά στην πόλη, στο Φίλυρο ή το Χορτιάτη. Ανθίζει από Σεπτέμβριο μέχρι Νοέμβριο σε ξέφωτα δασών. Μορφολογικοί χαρακτήρες που βοηθούν στην αναγνώρισή του είναι ο κίτρινος λαιμός, ο διακλαδισμένος (πολυσχιδής) στύλος και οι άσπροι ανθήρες.


Φίλυρο, 24/10/2010

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011

Allium heldreichii

Όλυμπος, 16/7/2011

Το Allium heldreichii Boiss. είναι ένα πολύ όμορφο άγριο σκόρδο, μάλιστα ένα από τα 47 ενδημικά Allium της Ελλάδας. Εντοπίζεται στα βουνά Όλυμπος, Βέρμιο, Κίσσαβος, Κόζιακας και Γκιώνα, σε υψόμετρο από 800 έως 2000 μ., ενώ περιστασιακά κατεβαίνει χαμηλότερα, όπως στην κοιλάδα των Τεμπών. Προτιμά υγρές και σκιερές βραχώδεις θέσεις και ανθίζει από Ιούνιο μέχρι Αύγουστο.


Περιλαμβάνεται στους ακόλουθους καταλόγους: Π.Δ. 67/81, Κόκκινος Κατάλογος Απειλούμενων Ειδών της Παγκόσμιας Ένωσης Προστασίας της Φύσης (IUCN Red List of Threatened Species), παγκόσμιος κατάλογος ειδών που χρήζουν προστασίας του Ο.Η.Ε. (UNEP-WCMC species database) και Άλλα Σημαντικά Είδη που καταχωρήθηκαν για τις περιοχές του δικτύου «ΦΥΣΗ 2000».


Το Άλλιο του Χελδράιχ, όπως θα λεγόταν εξελληνισμένο, πήρε το όνομά του από τον Theodore Heldreich (1822-1902), Γερμανό βοτανικό και φυσιοδίφη, που ήρθε στην Ελλάδα το 1843 και παρέμεινε εδώ μέχρι το θάνατό του, διατελώντας επιμελητής του Βοτανικού Κήπου, του Φυσιογραφικού Μουσείου και, αργότερα, της βοτανικής συλλογής του Βοτανικού Μουσείου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Η συμβολή του Heldreich στη γνώση της ελληνικής χλωρίδας, με την χλωριδική εξερεύνηση πολλών περιοχών, τη συλλογή φυτικών δειγμάτων και την συγγραφή επιστημονικών εργασιών και μονογραφιών, είναι τεράστια. Περιέγραψε γύρω στα 700 νέα είδη, τα περισσότερα σε συνεργασία με τον Boissier. Το 1851 ανέβηκε στον Όλυμπο, ακολουθώντας τη διαδρομή που αργότερα θα καθιερωνόταν ως «κλασσική», από Λιτόχωρο προς τις κορυφές μέσω του φαραγγιού του Ενιπέα, συλλέγοντας εκτενώς τα φυτά που συνάντούσε. Αρκετά από τα ενδημικά του Ολύμπου, ανάμεσά τους η διάσημη Jankaea heldreichii, η Campanula oreadum και το εν λόγω σκορδάκι, ανακαλύφθηκαν τότε.

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011

Βερτίσκος


Την Κυριακή υποδεχτήκαμε τον Οκτώβρη με μια εκδρομή σε ένα βουνό όχι πολύ γνωστό και σίγουρα υποτιμημένο. Ο Βερτίσκος είναι ένα σχετικά χαμηλό βουνό του νομού Θεσσαλονίκης, το δεύτερο για την ακρίβεια σε υψόμετρο μετά το Χορτιάτη, με την κορυφή του (Χαρβάτα) να φτάνει τα 1103 μ. Απλώνεται βορειοανατολικά του νομού, στα σύνορα με το νομό Σερρών. Όσο μπόι του λείπει, το αναπληρώνει σε φυσική ομορφιά και θέα προς το Χορτιάτη, τις λίμνες Βόλβη και Κορώνεια, αλλά και τον κάμπο των Σερρών. Οι παραπάνω λίμνες (η μία υπό εξαφάνιση) τροφοδοτούνται από τα υδάτινα ρεύματα που σχηματίζονται στις πλαγιές του βουνού και καταλήγουν σε αυτές. 
Με το Χορτιάτη φαίνεται να συγγενεύουν, εκτός από γεωγραφικά και διοικητικά, ως προς τη βλάστηση, καθώς και στο Βερτίσκο σε χαμηλά υψόμετρα κυριαρχούν αείφυλλοι σκληρόφυλλοι θάμνοι, όπως πουρνάρια, κέδροι και φιλλύκια, ενώ ψηλότερα συναντά κανείς φυλλοβόλα είδη, όπως φράξους, οστρυές και βελανιδιές. Σχεδόν αποκλειστικά σε βόρειες εκθέσεις, στα υψηλότερα τμήματα του βουνού, υπάρχουν δάση οξιάς και καστανιές. Η κορυφή Χαρβάτα είναι και αυτή καλυμμένη από δάσος οξιάς.

Η εκδρομή απέδωσε τα μέγιστα σε αριθμό ανθισμένων φυτών που συναντήσαμε, σε σχέση πάντα με το μήνα που διανύουμε. Επιλέξαμε να παρουσιάσουμε τέσσερα από αυτά, τα τρία από τα οποία καθαρά φθινοπωρινά.

Colchicum bivonae
 
Το Colchicum bivonae Guss., οικογένεια Colchicaceae, είναι ένα αρκετά κοινό φθινοπωρινό κολχικό, αλλά πολύ εντυπωσιακό. Διακρίνεται για το μεγάλο άνθος του και το έντονο σαν σκακιέρα σχέδιο των πετάλων του. 


 
Prospero autumnale

Δεύτερο φθινοπωρινό φυτό, όπως φανερώνει το όνομά του, εκπρόσωπος της οικογένειας Asparagaceae, είναι το Prospero autumnale (L.) Speta (η παλιά γνωστή Scilla autumnalis L. που οι ενοχλητικοί βοτανικοί της άλλαξαν όνομα). Μικρό σε μέγεθος, αλλά άφθονο τέτοια εποχή, το βρήκαμε να σχηματίζει μεγάλους πληθυσμούς μαζί με το κολχικό. 

 Spiranthes spiralis

Η Spiranthes spiralis (L.) Chevall. είναι μια μικρή αλλά ιδιαίτερη φθινοπωρινή ορχιδέα. Το όνομα αυτό της δόθηκε για την σπείρα που σχηματίζει η ταξιανθία της.

 
  Berteroa incana

Πρόκειται για είδος της οικογένειας Brassicaceae. Συμπεριλάβαμε τη Berteroa incana (L.) DC. σε αυτή την ανάρτηση, γιατί μπορεί η ανθοφορία της να ξεκινά το καλοκαίρι, αλλά εκτείνεται μέχρι το Νοέμβριο.

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

Campanula oreadum

  
Όλυμπος, 20/8/2010

Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, το φυσικό περιβάλλον προστατευόταν από ένα σύνολο μικρών θεοτήτων που ονομάζονταν Νύμφες. Υπήρχαν διάφορες κατηγορίες Νυμφών, ανάλογα με το μέρος όπου ζούσαν, όπως οι Ναϊάδες, οι Νύμφες των ποταμών, των πηγών και των κρηνών, οι Ναπαίες, που βρίσκονταν σε κοιλάδες και λειμώνες, και οι Δρυάδες και Αμαδρυάδες, οι οποίες ζούσαν μέσα σε δάση ή σε δέντρα. Φυσικά, από το ιδιότυπο αυτό καθεστώς προστασίας δε θα μπορούσαν να λείπουν οι κορυφές των βουνών. Έτσι, ενώ σήμερα οι περισσότερες από τις ψηλές ελληνικές κορυφές ανήκουν στο δίκτυο «ΦΥΣΗ 2000», τότε το ρόλο του φύλακα και προστάτη είχαν αναλάβει οι Ορειάδες, οι Νύμφες των ορέων. Το όνομα αυτών των θεοτήτων δόθηκε στην καμπανούλα της σημερινής ανάρτησης, την οποία θα συναντήσετε μόνο σε ένα όρος, ίσως ΤΟ όρος για την ελληνική μυθολογία: τον Όλυμπο.      


Η Campanula oreadum Boiss. & Heldr. λοιπόν, ενδημική του Ολύμπου, βρίσκεται σε βραχώδεις ρωγμές από τα 1800 μέχρι τα 2900 μ., σε ασβεστολιθικά πετρώματα, ενώ περιστασιακά μπορεί να κατέβει μέχρι τα 1200 μ., κυρίως σε χαράδρες στη βόρεια πλευρά του Ολύμπου. 
Τα χαρακτηριστικά μεγάλα μωβ άνθη της την κάνουν να ξεχωρίζει μέσα στο βραχώδες τοπίο των κορυφών του Ολύμπου, όπου είναι αρκετά κοινή. Η ιδιαίτερα μεγάλη αναλογία βιομάζας των ανθικών μερών σε σχέση με τα αντίστοιχα βλαστητικά είναι απόρροια των συνθηκών που απαντούν σε αυτά τα αφιλόξενα υψόμετρα με το δριμύ ψύχος και την σχετική έλλειψη επικονιαστών. Η περίοδος ανθοφορίας της αρχίζει γύρω στο τέλος του Ιουνίου και διαρκεί μέχρι τα μέσα του Σεπτεμβρίου. 


Περιλαμβάνεται σε τρεις καταλόγους προστατευόμενων φυτών: στο Π.Δ. 67/81, στα Άλλα Σημαντικά Είδη Φυτών που καταχωρήθηκαν για τις περιοχές του δικτύου «ΦΥΣΗ 2000» και, σε παγκόσμιο επίπεδο, στον κατάλογο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών  για τα φυτικά είδη που χρήζουν προστασίας (UNEP-WCMC species database).