Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φωτογραφίες: Κατερίνα Γούλα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φωτογραφίες: Κατερίνα Γούλα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

Ranunculus crenatus

Γράμμος, 24/7/2017


Ο Γράμμος, ένας από τους γίγαντες των βόρειων συνόρων της Ελλάδας, παρόλο που υπόσχεται βοτανικούς θησαυρούς, πολύ περισσότερους από όσους έχουν ήδη ανακαλυφθεί, δεν έχει μελετηθεί ποτέ διεξοδικά. Το 2005 δημοσιεύτηκε από τους Strid & Vassiliades η καταγραφή ενός νέου για τη χλωρίδα του βουνού, αλλά και της Ελλάδας γενικότερα, είδους. Πρόκειται για τον Ranunculus crenatus Waldst. & Kit. πάνω στον οποίο είχαμε την τύχη να πέσουμε το καλοκαίρι με μια χαρούμενη παρέα.

Ο Ranunculus crenatus απαντά στις ανατολικές Άλπεις, τα Καρπάθια και κάποια βουνά της Βαλκανικής χερσονήσου. Το πλησιέστερο σημείο όπου έχει εντοπιστεί βρίσκεται περίπου 80 χλμ ΒΒΑ του Γράμμου, στο όρος Πελιστέρ της ΠΓΔΜ. Γενικά, του αρέσουν τα μεγάλα υψόμετρα, γι’ αυτό και απαντά σε βουνά μεγαλύτερα των 2000 μ., αλλά απουσιάζει από αμιγώς ασβεστολιθικούς ή σερπεντινικούς ορεινούς όγκους, ακόμα και αν αυτοί καλύπτουν τις υψηλές υψομετρικές του προτιμήσεις. Ανθίζει μόλις λιώσουν τα χιόνια.




Εκεί ψηλά στο Γράμμο λοιπόν, σε μια πλαγιά με βόρεια έκθεση και σε υψόμετρο μεγαλύτερο των 2300 μ., συναντήσαμε το Ranunculus crenatus. Τα χιόνια είχαν πια λιώσει, όμως η υγρασία ήταν ακόμα αρκετή ώστε τα τελευταία, δυστυχώς λίγα, λευκά άνθη του φυτού αυτού να διατηρούνται ζωντανά. 

Για όσους ψάχνουν αφορμή να ανέβουν στο βουνό... 

Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2018

Heliosperma intonsum

Φαράγγι Αώου, 18/5/2015



Κάθε φαράγγι που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να φιλοξενεί τουλάχιστον ένα ενδημικό φυτό στους απόκρημνους βράχους του. Έτσι, στο φαράγγι του Αώου, ανάμεσα στα άλλα σπάνια φυτά που μπορεί κανείς να συναντήσει, βρίσκεται ένας μικρόσωμος εκπρόσωπος της οικογένειας Caryophyllaceae που δεν απαντά πουθενά αλλού στον κόσμο: το Heliosperma intonsum (Greuter & Melzh.) Niketić & Stevan.


Ανάμεσα στα χαρακτηριστικά που κάνουν το είδος αυτό να ξεχωρίζει από άλλα συγγενικά του είδη, είναι η πυκνή του τριχοφυΐα που προσδίδει στο φυτό μια «αξύριστη» εμφάνιση. Ακόμα κι έτσι όμως, το φυτό είναι σε καλύτερη κατάσταση από ότι ένας βοτανικός μετά από 2 βδομάδες δουλειάς πεδίου, όπως χαρακτηριστικά και πολύ χαριτωμένα μας αναφέρουν οι Melzheimer & Greuter στην εργασία τους όπου περιέγραψαν το είδος, το 1982.





Γνωστό παλαιότερα και ως Silene intonsa Greuter & Melzh., το Heliosperma intonsum σκαρφαλώνει στα ασβεστολιθικά βράχια του φαραγγιού και φυτρώνει μέσα σε σχισμές ή προεξοχές τους, σε υψόμετρο από 450 έως 600 μ. Ανθίζει κατά το μήνα Μάιο.

Η πλειονότητα των ειδών του γένους Heliosperma είναι στενοενδημικά της Βαλκανικής χερσονήσου και φαίνεται να συμφωνούν ως προς τις προτιμήσεις τους για τον ιδανικό βιότοπο: ασβεστολιθικά βράχια, κυρίως μέσα σε φαράγγια και χαράδρες. Μάλιστα, όπως μας πληροφορούν οι Niketić & Stevanović (2006), κάποια από τα είδη αυτά, ανάμεσά τους και το H. intonsum, ανήκουν στην ομάδα των ομβροφοβικών χασμόφυτων, αυτών δηλαδή των φυτών που δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν σε περιοχές με μεγάλη ποσότητα βροχοπτώσεων. Φαίνεται ότι το συγκεκριμένο φαράγγι προσφέρει, κατά τα άλλα, ιδανικές συνθήκες διαβίωσης στο H. intonsum, παρόλο που ανήκει στο νομό Ιωαννίνων, για τον οποίο έχει γραφτεί το δίστιχο «Σ’ όλο τον κόσμο ξαστεριά, σ’ όλο τον κόσμο ήλιος και στα καημένα Γιάννενα μαύρη βροχή κι αντάρα»…




Το Heliosperma intonsum συμπεριλαμβάνεται στον παγκόσμιο κατάλογο ειδών που χρήσουν προστασίας του ΟΗΕ και στα Άλλα Σημαντικά Είδη Φυτών του δικτύου «ΦΥΣΗ 2000».

Τρίτη 20 Ιουνίου 2017

Aquilegia nigricans

Γράμμος, 13/6/2015


Τα γαμψά πλήκτρα του άνθους, παρόμοια με νύχια αρπακτικού, ήταν η αφορμή για να της δοθεί το όνομα Aquilegia, από τη λέξη aquila, τη λατινική ονομασία του αετού. Ταυτόχρονα, η μορφή των εξωτερικών τμημάτων του περιάνθιου, μαζί με τα πλήκτρα, θυμίζει μια παρέα περιστεριών σε κύκλο που τα λένε μεταξύ τους, γι’ αυτό και η κοινή ονομασία του φυτού είναι κολομπίνα, από το λατινικό columba, δηλαδή περιστέρι. Ο παράδοξος συνδυασμός χαρακτηριστικών ενός μεγαλόπρεπου αετού και ενός φιλειρηνικού περιστεριού φαίνεται πως λειτουργεί μια χαρά για τα όμορφα φυτά του γένους αυτού.  




Η Aquilegia nigricans Baumg. είναι ένα είδος ενδημικό της ανατολικής Ευρώπης, που βρίσκει το νοτιότερο άκρο της εξάπλωσής του στην Ελλάδα. Εντοπίζεται σε τέσσερα μόλις βουνά της χώρας μας: Γράμμος, Τύμφη, Όρλιακας, Βέρμιο, όμως ενδελεχέστερη έρευνα στα εκτεταμένα δάση του ελληνικού βορρά ίσως αποκάλυπτε και νέους πληθυσμούς του είδους.

Προς το παρόν, οι ελάχιστοι, μικροί και διάσπαρτοι πληθυσμοί της Aquilegia nigricans έχουν εντοπιστεί σε ξέφωτα ή παρυφές δασών πεύκης, οξιάς ή μικτών φυλλοβόλων, σε υψόμετρα από 1090 έως 1600 μ. και λίγο-πολύ υγρές θέσεις. Η ανθοφορία της περιλαμβάνει τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο. 




Η A. nigricans συμπεριλαμβάνεται στο Βιβλίο Ερυθρών Δεδομένων (2009) με το χαρακτηρισμό «Τρωτό». Όπως πληροφορούμαστε, ο κάθε υποπληθυσμός των ελληνικών βουνών απαρτίζεται από λίγα έως μερικές δεκάδες φυτά, καθιστώντας το φυτό πολύ σπάνιο για την Ελλάδα. Επιπλέον, ένα μόνο ατυχές γεγονός, όπως ένα τοπικό πρόγραμμα αναδάσωσης ή μια πυρκαγιά, θα μπορούσε να καταστρέψει τμήμα του κατακερματισμένου ελληνικού πληθυσμού. Το είδος δεν προστατεύεται, αλλά συμπεριλαμβάνεται στον Κόκκινο Κατάλογο Απειλούμενων Ειδών της Παγκόσμιας Ένωσης Προστασίας της Φύσης και στον Παγκόσμιο Κατάλογο Ειδών που χρήζουν Προστασίας του Ο.Η.Ε.

Τετάρτη 31 Μαΐου 2017

Fritillaria epirotica

Μέτσοβο, 26/5/2015


Ψάχνοντας για τη Fritillaria epirotica Rix, το πρώτο πράγμα που αντίκρυσα ήταν τα εξαιρετικά στριφογυριστά της φύλλα. Το άνθος με το σκούρο χρώμα του και κοιτώντας χαμηλά, σχεδόν αγγίζοντας το έδαφος, είναι σαν να προσπαθεί να κρυφτεί από τις ορδές των αιγοπροβάτων, μήπως και καταφέρει να κάνει καρπούς και να διαιωνίσει το ενδημικό αυτό είδος. 




Η Fritillaria epirotica έχει εντοπιστεί μόνο σε λίγα βουνά της βορειοδυτικής Ελλάδας, σε σερπεντινικό υπόστρωμα. Είναι πιθανό η εξάπλωσή της να συνεχίζεται προς το βορρά, μέσα στην περιοχή της Αλβανίας, αλλά μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο. Η πρώτη συλλογή του φυτού έγινε στο Σμόλικα, στις 30 Ιουνίου του 1937, ενώ το είδος περιγράφηκε το 1975.   

Οι λίγοι μικροί και διασκορπισμένοι υποπληθυσμοί της, που συνολικά δεν ξεπερνούν τα 1000 άτομα, βρίσκονται σε σάρες ή βραχώδεις θέσεις, σε μεγάλα υψόμετρα, συνήθως πάνω από τα 1600 μ., φτάνοντας μέχρι και τα 2600 μ., αν και το είδος έχει βρεθεί και στα 1050 μ. Η ανθοφορία της εξελίσσεται κατά τους μήνες Μάιο και Ιούνιο. 



Η Fritillaria epirotica συμπεριλαμβάνεται και στα δύο Βιβλία Ερυθρών Δεδομένων και μάλιστα η κατάστασή της από «Σπάνιο» το 1995 υποβαθμίστηκε σε «Τρωτό» το 2009, λόγω της έντονης βόσκησης που υφίσταται το φυτό. Μελλοντικά, όπως αναφέρεται στο Βιβλίο Ερυθρών Δεδομένων του 2009, δεν αποκλείεται δυστυχώς η μετατόπιση προς το χαρακτηρισμό «Κινδυνεύον». Η μοναδική περιοχή στην οποία τα άνθη προλαβαίνουν να κάνουν καρπούς πριν φαγωθούν, είναι η ορεινή διάβαση της Κατάρας, καθώς η άνθιση του φυτού προηγείται της μεταφοράς αιγοπροβάτων εκεί.

Το όμορφο ενδημικό είδος προστατεύεται από τη Σύμβαση της Βέρνης για την Προστασία της Άγριας Ζωής και του Φυσικού Περιβάλλοντος και το ΠΔ 67/1981, ενώ συμπεριλαμβάνεται, εκτός των δύο Βιβλίων Ερυθρών Δεδομένων, στον Κόκκινο Κατάλογο Απειλούμενων Ειδών της Παγκόσμιας Ένωσης Προστασίας της Φύσης ως «Κινδυνεύον», στον Παγκόσμιο Κατάλογο Ειδών που χρήζουν Προστασίας του Ο.Η.Ε. και στα Άλλα Σημαντικά Είδη Φυτών του δικτύου «ΦΥΣΗ 2000».

Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

Erythronium dens-canis

Φαλακρό, 8/5/2016


Μπορεί να φαίνεται σαν ανεμοδαρμένο, έτσι όπως γυρίζουν τα τέπαλά του προς τα πίσω, όμως στην πραγματικότητα χρειάζεται να το λούσει ο ήλιος για να πάρει αυτή, την κανονική του, μορφή, θυμίζοντας εκείνο το μύθο που ο βοριάς και ο ήλιος μάλωναν για το ποιος μπορεί να πάρει την κάπα του βοσκού.




Το Erythronium dens-canis L. είναι το μόνο είδος του γένους Erythronium που βρίσκεται αυτοφυές στην κεντρική και νότια Ευρώπη και την Ασία. Τα υπόλοιπα, λίγο περισσότερα από 20, είδη βρίσκονται στη βόρεια Αμερική. Στην Ελλάδα έχει εντοπιστεί στο Φαλακρό, τον Όρβηλο, το Παπίκιο, περιοχές της Ροδόπης και πρόσφατα κοντά στην πόλη της Ξάνθης. Ανάλογα με το υψόμετρο, ανθίζει από το Φεβρουάριο μέχρι την αρχή του Ιούνη.  

Το όνομα του είδους dens-canis σημαίνει δόντι του σκύλου, κυνόδοντας. Στη βιβλιογραφία αναφέρεται ότι το όνομα αυτό του δόθηκε για το σχήμα του μακρόστενου βολβού του, αν και ο τρόπος που προβάλλουν οι στήμονες και ο στύλος του άνθους ανάμεσα από τα τέπαλα, θυμίζουν ίσως περισσότερο ένα μυτερό δόντι. 




Ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό του E. dens-canis είναι τα φύλλα του που φέρουν ανοιχτόχρωμα ή καφέ μπαλώματα. Έχει προταθεί ότι το σχέδιο αυτό λειτουργεί ως καμουφλάζ που προστατεύει το φυτό από τους φυτοφάγους θηρευτές του, ενώ τα ανοιχτόχωμα-ασημένια μπαλώματα ανακλούν το φως, προσελκύοντας ίσως έτσι τους επικονιαστές του φυτού.

Ήδη από τις αρχές του 17ου αιώνα άρχισε να καλλιεργείται ως καλλωπιστικό στους κήπους της Ευρώπης, καθώς πρόκειται για ένα πολύ ελκυστικό φυτό, μαζί με άλλα είδη αυτοφυή της Αμερικής και διάφορα τεχνητά υβρίδια. Του έχουν αποδοθεί διάφορες θεραπευτικές ιδιότητες και, επιπλέον, το τρώνε στις χώρες τις Άπω Ανατολής και στη Σιβηρία. Αν το συναντήσετε, θαυμάστε το, φωτογραφίστε το, αλλά μην το κόψετε (είτε για να το φάτε, είτε για να το πετάξετε μια ώρα αργότερα). Είναι κρίμα να μειώνεται ο πληθυσμός ενός φυτού, ίσως τοπικά άφθονου, αλλά με τόσο περιορισμένη εξάπλωση στην Ελλάδα. 

Πέμπτη 4 Μαΐου 2017

Tulipa hageri

Πάρνηθα, 8/4/2016


Ήταν ακριβώς στα μέσα του 16ου αιώνα, όταν ο Ogier Gheselin de Busbecq, βιεννέζος πρόξενος στην Οθωμανική αυτοκρατορία του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή, εντόπισε τα εντυπωσιακά άνθη ενός άγνωστου για αυτόν φυτού και έσπευσε, το 1551, να στείλει σπέρματα του φυτού αυτού πίσω στη Βιέννη. Ονόμασε δε το φυτό Tulipan, από την περσική λέξη dulbend ή thoulyban, που θα πει τουρμπάνι, καθώς το σχήμα των ανθών του θύμιζε προφανώς τα φουσκωμένα, από το εν λόγω κάλυμμα, κεφάλια των Οθωμανών. Μερικά χρόνια αργότερα, ο Busbecq δίνει βολβούς στον Ολλανδό γιατρό βοτανικό Carolus Clusius, ο οποίος καλλιεργεί τις τουλίπες σε έναν από τους πρώτους βοτανικούς κήπους που δημιουργήθηκαν στην Ευρώπη, αυτόν της ολλανδικής πόλης Leiden. Αυτό που ακολούθησε, που περιγράφεται πολύ γλαφυρά με τη λέξη «τουλιπομανία», το έχουμε αναφέρει εδώ.   




Από τότε, χρειάστηκε να περάσουν περισσότερα από 300 χρόνια για να ανακαλυφθεί σε ελληνικό έδαφος μια τουλίπα ενδημική της νότιας Ελλάδας, η Tulipa hageri Heldr. Πιο συγκεκριμένα, το 1874 περιέγραψε το συγκεκριμένο φυτό ο Χελδράιχ από δείγμα της Πάρνηθας και το 1892 το συνέλεξε από την περιοχή της Πεντέλης. Ονόμασε την τουλίπα αυτή hageri, προς τιμήν κάποιου, αγνώστων λοιπών στοιχείων, Friedrich Hager, ο οποίος πρώτος εντόπισε το φυτό αυτό στην Πάρνηθα.  




Η Tulipa hageri λοιπόν είναι μια τουλίπα ενδημική της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Ανθίζει τον Απρίλιο σε λιβάδια, εγκαταλειμμένους αγρούς και ξέφωτα δασών, σε μεσαία, κυρίως, υψόμετρα.

Όπως όλες οι τουλίπες της Ελλάδας, προστατεύεται θεωρητικά από το ΠΔ 67/1981 και, όπως ισχύει για όλες τις τουλίπες της Ελλάδας, ο μεγαλύτερος εχθρός της είναι ο άνθρωπος. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μεγαλύτερος πληθυσμός αυτής της τουλίπας στην Αττική βρισκόταν σε γνωστό οροπέδιο της Πάρνηθας, μια περιοχή που την άνοιξη έχει μεγάλη επισκεψιμότητα. Ο πληθυσμός αυτός, μετά από ανηλεή συλλογή του, έχει μειωθεί δραματικά, ενώ μόνιμος πονοκέφαλος των βοτανικών και πραγματικών φυσιολατρών της περιοχής είναι να προλάβει το σπάνιο αυτό φυτό να ανθίσει πριν την επέλαση των βαρβάρων της Πρωτομαγιάς. 

Τρίτη 4 Απριλίου 2017

Silene integripetala subsp. elaphonesiaca

Ελαφόνησος, 1/4/2017


Η Ελαφόνησος είναι ένα από τα μαγικά μέρη της Ελλάδας. Με χρυσαφένιες αμμουδιές και τιρκουάζ νερά, προσελκύει κάθε καλοκαίρι χιλιάδες επισκέπτες. Για τους βοτανικούς όμως έχει ακόμα μεγαλύτερη αξία, αφού στη μικρή της έκταση κρύβει πολλά χλωριδικά μυστικά, ανάμεσά τους και δύο τοπικά ενδημικά, φυτά δηλαδή που απαντούν μόνο στο μικρό αυτό νησάκι και πουθενά αλλού σε ολόκληρο τον κόσμο: τη SIlene integripetala  Bory & Chaub. in Bory subsp. elaphonesiaca Oxelman και τη Saponaria jagelii Phitos & Greuter




Για το τυπικό υποείδος Silene integripetala subsp. integripetala έχουμε ξαναμιλήσει στο παρελθόν (εδώ). Το υποείδος της Ελαφονήσου είναι ένα από τα σπανιότερα φυτά της Ελλάδας. Ο μικρός πληθυσμός της απαντά μόνο σε μια περιοχή του νησιού, αρκετά δυσπρόσιτη, την οποία για να επισκεφτεί κάποιος θα πρέπει να οπλιστεί με πολύ κουράγιο και αρκετούς επιδέσμους, καθώς οι πυκνοί ασπάλαθοι και οι αφάνες δεν αστειεύονται!  

Φύεται ανάμεσα σε φρύγανα, σε βραχώδες έδαφος και υψόμετρο γύρω στα 250 μ., ενώ ανθίζει τους δύο πρώτους μήνες της άνοιξης.

Συμπεριλαμβάνεται στον παγκόσμιο κατάλογο ειδών που χρήζουν προστασίας του ΟΗΕ και στα Άλλα Σημαντικά Είδη Φυτών του δικτύου "ΦΥΣΗ 2000".

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2017

Fritillaria conica

Μεσσηνία, 11/3/2016


Η Fritillaria conica Boiss. είναι μια κίτρινη ενδημική φριτιλλάρια της Ελλάδας. Ανακαλύφθηκε το μακρινό 1845 στο νομό Μεσσηνίας, όπου βρίσκεται και ο μοναδικός στον κόσμο πληθυσμός της, αποτελούμενος από τέσσερις υποπληθυσμούς: ένας ανάμεσα σε Πύλο και Μεθώνη, ένας στο νησάκι Σαπιέντζα και δύο στο όρος Καλάθι, κοντά στην Καλαμάτα. Στην τελευταία τοποθεσία, εκτός των αμιγών ατόμων, απαντούν και υβρίδια F. conica x F. graeca.

Γενικά, προτιμά τα χαμηλά υψόμετρα, μέχρι τα 400 μ., αν και στο όρος Καλάθι μπορεί να φτάσει μέχρι τα 800 μ. Ανθίζει το Μάρτιο και τον Απρίλιο, σε πετρώδεις ασβεστολιθικές θέσεις, ανάμεσα σε φρύγανα ή μακκία βλάστηση. 


F. conica x F. graeca, Μεσσηνία, 15/4/2015


Ο μεγαλύτερος υποπληθυσμός της Fritillaria conica, αυτός της Πύλου, δέχεται έντονες πιέσεις από βόσκηση, αλλά και ανθρωπογενείς επιδράσεις, όπως πυρκαγιές ή τεχνικά έργα. Τα αιγοπρόβατα της περιοχής τρώνε τους ανθοφόρους βλαστούς, με αποτέλεσμα ο πολλαπλασιασμός των φυτών να είναι ιδιαίτερα δύσκολος και ο συνολικός τους πληθυσμός να βαίνει μειούμενος.

Το πιο εξοργιστικό όμως συμβαίνει στο νησάκι Σαπιέντζα. Το 1990 κάποιος είχε τη φαεινή ιδέα να μετατραπεί το νησί (το οποίο, παρεμπιπτόντως, έχει χαρακτηριστεί ως Μνημείο της Φύσης και ανήκει στο δίκτυο προστατευόμενων περιοχών «NATURA 2000») σε ελεγχόμενη περιοχή κυνηγιού. Για το λόγο αυτό εισήχθηκαν στο νησί γύρω στους 500 κρητικούς αίγαγρους και καμιά 600αριά πρόβατα μουφλόν. Πέρα λοιπόν από το καταδικαστέο γεγονός ότι στο νησί αυτό μαζεύονται κυνηγοί για να νιώσουν τη διεστραμμένη χαρά να αφαιρούν ζωή από ανυπεράσπιστους οργανισμούς, απλά επειδή μπορούν, χωρίς άλλο προφανή λόγο και αιτία, τα εισαγμένα ζώα έχουν βοσκήσει σχεδόν κάθε άνθος φριτιλλάριας που υπήρξε εκεί. Η Καμάρη στο Βιβλίο Ερυθρών Δεδομένων αναφέρει ότι το 1991 στο νησί είχαν καταμετρηθεί περίπου 200 φριτιλλάριες, ενώ το 2004 και το 2006 βρέθηκαν λιγότερο από 10 ώριμα άτομα και μόνο 2 φυτά με ακέραια ανθοφόρα στελέχη. Δηλαδή, μέσα σε 15 χρόνια ο υποπληθυσμός της F. conica στη Σαπιέντζα μειώθηκε κατά 80%, λόγω της βόσκησης από ζώα που ΔΕΝ υπήρχαν στο νησί, αλλά εισήχθησαν από κυνηγούς για να τα σκοτώσουν!




Συνολικά, λιγότερα από 1200 άτομα αυτής της φριτιλλάριας υπάρχουν σε ολόκληρο τον κόσμο. Προτείνεται λοιπόν η ένταξη του φυτού αυτού στην κατηγορία των «Κινδυνευόντων». Αν οι απώλειες συνεχιστούν, η φριτιλλάρια μοιραία θα ενταχθεί στα «Κρισίμως Κινδυνεύοντα». Θεωρητικά, η F. conica προστατεύεται από τη Σύμβαση της Βέρνης, την Οδηγία 92/43 και το ΠΔ 67/81, συμπεριλαμβάνεται στο Βιβλίο Ερυθρών Δεδομένων των Σπάνιων και Απειλούμενων Φυτών της Ελλάδας, τον Κόκκινο Κατάλογο Απειλούμενων Ειδών της Παγκόσμιας Ένωσης Προστασίας της Φύσης και τον παγκόσμιο κατάλογο των φυτικών ειδών που χρήζουν προστασίας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Πρακτικά, τρώγεται από τα καημένα τα μουφλόν και τα κρι-κρι. 

Παρασκευή 10 Μαρτίου 2017

Soldanella chrysosticta subsp. pelia

Πήλιο, 15/4/2016

Δεν έχω καταλάβει ακόμα αν το όνομα chrysosticta αναφέρεται στις αδενώδεις τρίχες του βλαστού της ή στη στεφάνη της. Και τα δύο πάντως, όταν οι ακτίνες του ήλιου καταφέρουν να περάσουν το πυκνό φύλλωμα της οξιάς και να πέσουν επάνω τους, λαμπυρίζουν, δίνοντας πραγματικά την εντύπωση ότι το φυτό είναι διάστικτο από χρυσάφι.




Η Soldanella chrysosticta Kress subsp. pelia (Raus) Raus in Greuter & Raus είναι είδος ενδημικό του Πηλίου. Με δύο μόνο κοντινούς υποπληθυσμούς στο βουνό αυτό και τον ένα από αυτούς μάλιστα να έχει κινδυνέψει με εξαφάνιση, μετά την κατασκευή ενός δρόμου, αντιλαμβάνεται κανείς ότι πρόκειται για ένα από τα σπανιότερα φυτά της Ελλάδας. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι αυτός ο απομονωμένος πληθυσμός του Πηλίου αποτελεί το νοτιότερο όριο της εξάπλωσης του γένους στα Βαλκάνια.

Το όμορφο αυτό φυτό, με τα χαρακτηριστικά σχισμένα πέταλα και τα στρογγυλά, σαν σόλδια, φύλλα, φύεται αποκλειστικά σε μόνιμα υγρές θέσεις, δίπλα σε ρυάκια ή πηγές με καθαρό νερό, μέσα στη ζώνη οξιάς. Οι δύο υποπληθυσμοί της έχουν εντοπιστεί σε υψόμετρο περίπου 1200 μ. 




Αν και φαίνεται καλά προστατευμένη μέσα στο πυκνό δάσος, η S. chrysosticta subsp. pelia θα μπορούσε να απειληθεί εάν ο βιότοπός της καταστρεφόταν, είτε μετά από έργα οδοποιίας ή απομάκρυνση του νερού για ύδρευση των οικισμών του Πηλίου. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την πολύ περιορισμένη εξάπλωσή της, οδήγησε στο χαρακτηρισμό της ως «Τρωτό», στο Βιβλίο Ερυθρών Δεδομένων των σπάνιων και απειλούμενων φυτών της Ελλάδας (1995), ενώ συμπεριλαμβάνεται και στα Άλλα Σημαντικά Είδη Φυτών του δικτύου «ΦΥΣΗ 2000». 

Παρασκευή 3 Μαρτίου 2017

Leontice leontopetalum subsp. leontopetalum

Αττική, 20/3/2016


Τι είναι ζιζάνιο; Κάτι ενοχλητικό, είναι το πρώτο πράγμα που μας έρχεται στο μυαλό. Ο άνθρωπος τείνει να θεωρεί ζιζάνιο, δηλαδή ενοχλητικό φυτό που πρέπει να φύγει από τη μέση, οποιοδήποτε φυτό μπει στο δρόμο του και, καθώς οι ανθρώπινοι πληθυσμοί μεγαλώνουν και προσπαθεί να εκμεταλλευτεί όλο και περισσότερο το περιβάλλον, ο άνθρωπος έρχεται σε σύγκρουση με ολοένα και περισσότερα φυτά. Αυτό σημαίνει πως η αντίληψή μας για το τι είναι ζιζάνιο διευρύνεται. Όλα τα φυτά είναι πιθανά ζιζάνια, αν ο άνθρωπος αποφασίσει να τα αντιμετωπίσει έτσι.

Ας προσπαθήσουμε όμως να δούμε το θέμα από μια άλλη σκοπιά. Ας ονομάσουμε τα ζιζάνια αυτοφυή φυτά των καλλιεργειών και ας προσπαθήσουμε να δούμε τι συμβαίνει με τον ιδιαίτερο αυτό τύπο χλωρίδας που εξελίχθηκε παράλληλα με την ιστορία της γεωργίας. Κατά τον τελευταίο αιώνα, παρατηρείται μια αλλαγή στη σύνθεση της αυτοφυούς χλωρίδας των καλλιεργειών. Η τελευταία έχει πλέον να αντιμετωπίσει τη ραγδαία ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας, που σημαίνει ανάπτυξη αποτελεσματικών και εξειδικευμένων ζιζανιοκτόνων, αύξηση της χρήσης αζωτούχων λιπασμάτων, εγκατάλειψη του συστήματος εναλλαγής καλλιεργειών, οριστική εγκατάλειψη ορισμένων τύπων καλλιεργειών και διάφορες τεχνικές βελτίωσης του εδάφους. Όλα αυτά έχουν οδηγήσει στη μείωση της φυτοποικιλότητας των καλλιεργούμενων αγρών και την εξάπλωση λίγων και ανθεκτικών ζιζανίων σε αυτούς.

Έτσι, φυτά που παραδοσιακά συνόδευαν έναν τύπο καλλιέργειας, σήμερα τείνουν να εξαφανιστούν. Ένα παράδειγμα είναι το φυτό της σημερινής ανάρτησης: Leontice leontopetalum L. subsp. leontopetalum. Βοϊδοκράτης στην Κρήτη, τσάκρα στην Κύπρο, πουρδαλιά ή φούσκα αλλού, πρόκειται για ένα αυτοφυές είδος των σιταγρών, το οποίο κάποτε ήταν αρκετά κοινό, αλλά πλέον οι πληθυσμοί του έχουν μειωθεί τόσο, ώστε να συμπεριλαμβάνεται στο Βιβλίο Ερυθρών Δεδομένων των Σπάνιων και Απειλούμενων Φυτών της Ελλάδας με το χαρακτηρισμό «Τρωτό». 




Το Leontice leontopetalum εξαπλώνεται στην ανατολική Μεσόγειο, συμπεριλαμβανομένης της νότιας Βουλγαρίας, φτάνοντας ανατολικά μέχρι το βόρειο Ιράκ και Ιράν. Στην Ελλάδα έχει σποραδικές εμφανίσεις στο ανατολικό τμήμα της χώρας και στα νησιά του Αιγαίου. Προτιμά βαθιά αργιλώδη εδάφη, ενώ εμφανίζεται σε μεγάλο υψομετρικό εύρος, από τα 300 έως τα 1100 μ. και ανθίζει από το Φεβρουάριο έως τον Απρίλιο. Όταν οι καρποί του, που μοιάζουν με φούσκες, ωριμάσουν, ολόκληρη η ταξικαρπία κόβεται και κυλάει από τον αέρα στα χωράφια, θυμίζοντας σκηνή από ταινία Φαρ Ουέστ. Κατά το κύλισμα αυτό, το σχεδόν χάρτινο περικάρπιο σχίζεται και τα σπέρματα απελευθερώνονται στο έδαφος.  




Ο κόνδυλος του φυτού αυτού ήταν ασφαλής μέσα στο έδαφος, σε βάθος περίπου 20-40 εκ.. Τα σύγχρονα άροτρα όμως που φτάνουν μέχρι εκεί, δεν του αφήνουν πολλά περιθώρια επιβίωσης. Ένα παράδειγμα ενδεικτικό της μείωσης των πληθυσμών του είναι η αναφορά του φυτού ως κοινό ζιζάνιο μεταξύ αμπέλων και σπαρτών γύρω από τη Θεσσαλονίκη, από τον Ζαγανιάρη το 1939. Σήμερα, σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες (Κρίγκας, 2004), το είδος περιορίζεται σε δύο ολιγομελείς υποπληθυσμούς. Εκτός από το Βιβλίο Ερυθρών Δεδομένων, το Leontice leontopetalum συμπεριλαμβάνεται στον παγκόσμιο κατάλογο ειδών που χρήζουν προστασίας του ΟΗΕ και στα Άλλα Σημαντικά Είδη Φυτών του δικτύου «ΦΥΣΗ 2000», χωρίς να προστατεύεται ουσιαστικά από πουθενά. 

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

Fritillaria euboeica

Εύβοια, 27/2/2016


Ήταν Κυριακή 30 Απριλίου του 1865, όταν ο Θεόδωρος Ορφανίδης ανέβηκε στην κορυφή της Δίρφυς και ανακάλυψε μία κομψότατη κίτρινη φριτιλλάρια: τη Fritillaria euboeica Rix. Το όνομά της μαρτυρά και την εξάπλωσή της: πρόκειται για είδος ενδημικό της Εύβοιας, στο κεντρικό και βόρειο τμήμα της, ενώ μία αναφορά του Γκανιάτσα από το Άγιο Όρος παραμένει ανεπιβεβαίωτη μέχρι σήμερα.


Η μικρή αυτή φριτιλλάρια φύεται γενικά σε υψόμετρα μεγαλύτερα των 700 μ., εκτός από μια περιοχή της κεντρικής Εύβοιας, κοντά στο χωριό Πολιτικά, όπου βρέθηκε στα 100 μ. Έχει εντοπιστεί τόσο σε ασβεστολιθικά όσο και οφιολιθικά εδάφη, σε ανοίγματα δασών ελάτης ή πεύκου, κάτω από κέδρους και πυξάρια, ακόμα και μέσα σε ακαλλιέργητους ελαιώνες. Ανάλογα με το υψόμετρο, μπορεί να βρεθεί ανθισμένη από το τέλος του Φλεβάρη έως και τον Απρίλιο. 




Στην Εύβοια έχουν βρεθεί μέχρι στιγμής 5 υποπληθυσμοί του είδους, καθένας από τους οποίους αποτελείται από 100-200 ώριμα άτομα. Ο συνολικός πληθυσμός δηλαδή είναι πολύ περιορισμένος. Εκτός αυτού, δέχεται απειλές από πυρκαγιές, οικιστική ανάπτυξη και υπερβόσκηση. Η υπερθέρμανση του πλανήτη μπορεί επίσης να  έχει σοβαρές επιπτώσεις στο είδος, καθώς η φύτρωση των σπερμάτων αναστέλλεται σε θερμοκρασίες μεγαλύτερες των 15οC κι έτσι μειώνεται η εγγενής αναπαραγωγή. Για τους λόγους αυτούς, στο Βιβλίο Ερυθρών Δεδομένων των Σπάνιων και Απειλούμενων Φυτών της Ελλάδας (2009) προτείνεται η ένταξή του στην κατηγορία «Τρωτό». 




Η Fritillaria euboeica προστατεύεται από τη Σύμβαση της Βέρνης και το ΠΔ 67/81, ενώ συμπεριλαμβάνεται στα δύο Βιβλία Ερυθρών Δεδομένων για τα φυτά της Ελλάδας (2009 και 1995), στον Κόκκινο Κατάλογο Απειλούμενων Ειδών της Παγκόσμιας Ένωσης Προστασίας της Φύσης και στον παγκόσμιο κατάλογο των φυτικών ειδών που χρήζουν προστασίας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. 

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

Amsonia orientalis

Κομοτηνή, 4/5/2016


Με μια γρήγορη αναζήτηση στο διαδίκτυο μπορεί κανείς να δει ότι το όνομα Amsonia δόθηκε στο γένος προς τιμήν ενός John Amson. Στο ερώτημα όμως «Μα ποιος ήταν επιτέλους αυτός ο John Amson και πώς ανδραγάθησε;» δε βρίσκει εύκολα απάντηση. Ευτυχώς που τις ίδιες απορίες είχε και ο βοτανικός James S. Pringle κι έτσι στη σχετική οκτασέλιδη εργασία του μαθαίνουμε ότι ο John Amson ήταν γιατρός στην επαρχία της Βιρτζίνια, έζησε στα μέσα του 18ου αιώνα και, μεταξύ άλλων, θεράπευσε τον George Washington από δυσεντερία και παρασκεύασε ένα - πιθανόν αμφιβόλου αποτελεσματικότητας - φάρμακο για τον κοκκύτη, το οποίο περιείχε διάφορα φυτικά συστατικά, καθώς και το χυμό από 200 ισόποδα.




Όπως και να προέκυψε το όνομά του, το γένος περιλαμβάνει είδη ιθαγενή της Βόρειας Αμερικής και της Ανατολικής Ασίας, ενώ στην Ευρώπη απαντά μόνο ένας εκπρόσωπος του γένους, η Amsonia orientalis Decne. in Jacquem.

Πρόκειται για ένα πολύ όμορφο φυτό, με υπέροχο γαλάζιο χρώμα στα φρέσκα άνθη του, του οποίου η εξάπλωση περιορίζεται στην ευρωπαϊκή Τουρκία και τη βορειοανατολική Ελλάδα, συγκεκριμένα στους νομούς Ροδόπης και, παλαιότερα, ίσως όχι πια, Ξάνθης. Φύεται σε υγρές θέσεις και στα όρια λιμνών ή χειμάρρων, σε χαμηλό υψόμετρο.




Δυστυχώς, όπως συμβαίνει με αρκετά από τα πολύ ελκυστικά φυτικά είδη, αυτοφυή άτομα Amsonia orientalis συνεχίζουν να συλλέγονται, παρόλο που υπάρχει ένα καλά ανεπτυγμένο εμπορικό δίκτυο με φυτά που καλλιεργούνται. Επιπλέον, το είδος απειλείται από απώλεια βιοτόπου, καθώς οι εκτάσεις στις οποίες φύεται συρρικνώνονται και υποβαθμίζονται συνεχώς. Για το λόγο αυτό εκτιμήθηκε ως «Κρισίμως Κινδυνεύον», από την IUCN. Το είδος προστατεύεται από τη Σύμβαση της Βέρνης (για την Προστασία της Άγριας Ζωής και του Φυσικού Περιβάλλοντος) και το ΠΔ 67/1981 (για την προστασία της άγριας πανίδας και χλωρίδας) και συμπεριλαμβάνεται στον Κόκκινο Κατάλογο Απειλούμενων Ειδών της Παγκόσμιας Ένωσης Προστασίας της Φύσης, όπως προαναφέρθηκε, και στον παγκόσμιο κατάλογο των φυτικών ειδών που χρήζουν προστασίας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2017

Galanthus nivalis

Χαλκιδική, 12/2/2016

O Galanthus nivalis L. είναι το πιο γνωστό είδος του γένους. Έχουμε αναφερθεί παλαιότερα στο όνομα Galanthus (από τις λέξεις γάλα και άνθος). Το όνομα του είδους (nivalis: χιονώδης) σχετίζεται είτε με το λευκό χρώμα του άνθους ή με την ανθοφορία του που συμπίπτει με το λιώσιμο του χιονιού και συχνά με την εμφάνιση του φυτού μέσα από το χιόνι.


Το είδος αυτό είναι αυτοφυές σε πολλές χώρες της κεντρικής και νότιας Ευρώπης, ενώ στο βορειότερο κομμάτι της (Αγγλία, Ολλανδία, Σκανδιναβική χερσόνησος, κ.α.), όπως επίσης και στις ΗΠΑ και στον Καναδά,  έχει εισαχθεί και εγκλιματιστεί. Στην Ελλάδα αναφέρεται από τα φυτογεωγραφικά διαμερίσματα της βόρειας και νότιας Πίνδου, τη βόρεια κεντρική και βόρεια ανατολική Ελλάδα και τα νησιά του βορείου Αιγαίου. Φύεται σε δάση οξιάς, καστανιάς ή άλλων φυλλοβόλων, σε υψόμετρο από 350 έως 1400 μ., αν και οι περισσότεροι πληθυσμοί του έχουν εντοπιστεί κάτω από τα 900 μ. Ανθίζει από το Φεβρουάριο μέχρι τις αρχές του Απρίλη. 





Τα άνθη του επικονιάζονται από μέλισσες, ενώ σημαντικό ρόλο στον κύκλο ζωής του παίζουν και τα μυρμήγκια. Τα σπέρματα του φυτού φέρουν ελαιοσώματα, μια δομή πλούσια σε λιπίδια και πρωτεΐνες, που αποτελεί λιχουδιά για τα μυρμήγκια. Έτσι, τα συμπαθή έντομα, κουβαλούν τα σπέρματα του φυτού στις υπόγειες στοές τους με σκοπό να ταΐσουν τα σαρκώδη ελαιοσώματα στις προνύμφες τους, βοηθώντας έτσι τη διασπορά των σπερμάτων και, με την απόθεσή τους σε σημεία πλούσια σε θρεπτικά στοιχεία, τη φύτρωσή τους. 




Το γένος Galanthus κατέχει την πρώτη θέση ανάμεσα στα βολβόφυτα που πωλούνται κάθε χρόνο για καλλιέργεια, παγκοσμίως. Ανάμεσα στα είδη του γένους, το G. nivalis είναι από τα πιο διαδεδομένα καλλωπιστικά φυτά και το εμπόριό του φτάνει τα εκατοντάδες χιλιάδες άτομα ανά έτος. Περιέχει αλκαλοειδή, κάποια από τα οποία είναι ιδιαίτερα δηλητηριώδη. Αναφέρεται ότι στην Ολλανδία, κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, οι άνθρωποι, μη έχοντας κάτι άλλο να φάνε, κατανάλωσαν βολβούς του φυτού και εμφάνισαν συμπτώματα δηλητηρίασης. Το φυτό συλλέγεται πάντως και για φαρμακευτικούς σκοπούς.  

Από το 1990, με τη Συνθήκη για το διεθνές εμπόριο των απειλούμενων με εξαφάνιση ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας (CITES), απαγορεύτηκε η συλλογή ζωντανού υλικού για εμπόριο. Παρόλα αυτά, οι πληθυσμοί του G. nivalis βαίνουν συνεχώς μειούμενοι. Σε αυτό συμβάλλει και η απώλεια των βιοτόπων του φυτού είτε από ανθρωπογενείς παρεμβάσεις ή την πανταχού παρούσα κλιματική αλλαγή. Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες όπου βρίσκεται αυτοφυής, συμπεριλαμβάνεται στα εκάστοτε Βιβλία Ερυθρών Δεδομένων, με χαρακτηρισμούς όπως «Τρωτό», «Σχεδόν Απειλούμενο» - όπως και στην Ελλάδα -  ή ακόμα και «Κρισίμως κινδυνεύον». Να σημειωθεί επίσης ότι στη χώρα μας ένας από τους πληθυσμούς του Galanthus nivalis βρίσκεται στη Χαλκιδική, στους πρόποδες του όρους Κάκαβος και πλησίον της περιοχής εξόρυξης χρυσού, σε ένα οικοσύστημα που συνεχώς υποβαθμίζεται…

Ο G. nivalis προστατεύεται από την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ, τη Συνθήκη CITES και συμπεριλαμβάνεται στα Βιβλία Ερυθρών Δεδομένων των Σπάνιων και Απειλούμενων Φυτών της Ελλάδας (εκδόσεις 2009 και 1995), στον Κόκκινο Κατάλογο Απειλούμενων Ειδών της Παγκόσμιας Ένωσης Προστασίας της Φύσης και στον Παγκόσμιο Κατάλογο ειδών που χρήζουν προστασίας του ΟΗΕ. 

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2017

Impatiens noli-tangere

Ροδόπη, 11/8/2015


Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα φυτά που μπορεί να συναντήσει κανείς μέσα στα σκοτεινά δάση της Ροδόπης και του Βόρα είναι το Impatiens noli-tangere L. Το παράξενο σχήμα του το οφείλει στο σπιρούνι που σχηματίζει το ένα από τα τρία σέπαλα, το οποίο φέρει νέκταρ. Το παράξενο όνομά του (Impatiens: ανυπόμονος, μη ανεκτικός, noli-tangere: μην αγγίζετε) που θυμίζει τη βιβλική φράση «Μη μου άπτου» («Noli me tangere»), οφείλεται στον υπερβολικά ευαίσθητο καρπό του, μια ροπαλοειδή κάψα που, όταν ωριμάσει, κυριολεκτικά εκρήγνυται ακόμα και με το ελαφρύτερο άγγιγμα, σκορπώντας τα σπέρματα προς πάσα κατεύθυνση. 




Πρόκειται για εύκρατο είδος που εμφανίζεται σε περιοχές του βόρειου ημισφαιρίου, από την Ευρώπη και την Ασία, μέχρι τη δυτική βόρεια Αμερική. Στη χώρα μας πάντως είναι μάλλον σπάνιο, με επιβεβαιωμένες αναφορές μόνο από τις δύο προαναφερθείσες οροσειρές.

Όπως επίσης προαναφέρθηκε, το Impatiens noli-tangere φύεται σε σκιερές τοποθεσίες, μέσα σε σκοτεινά και υγρά δάση και στις όχθες ρεμάτων ή λιμνών. Ανθίζει τους καλοκαιρινούς μήνες, σε υψόμετρα που ποικίλουν, ανάλογα με την περιοχή. Στην Αγγλία έχει αναφερθεί από τα 200 μ., ενώ στην Κίνα ανεβαίνει μέχρι τα 2000 μ. 




Το παλαιότερο όνομα του γένους (Balsamina) σχετίζεται σίγουρα με τις διάφορες φαρμακευτικές χρήσεις του φυτού. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι έχει χρησιμοποιηθεί ως αντισηπτικό, διουρητικό και εμετικό. Μάλιστα, το είδος αυτό καλλιεργούνταν για τις θεραπευτικές του ιδιότητες. Εκχύλισμα του φυτού χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα στην κοσμετολογία. Εκτός από φαρμακευτικό, σε κάποιες περιοχές της εξάπλωσής του είναι και εδώδιμο. Τα φύλλα του, αν και από πολλούς θεωρούνται στυφά, τρώγονται τόσο στη Μαντζουρία, όσο και στην Κορέα. 

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

Colchicum soboliferum

Αττική, 30/1/2015


To Colchicum soboliferum (Fisch. & A. Mey.) Stef. είναι ένα κολχικό με περίεργη και περιορισμένη κατανομή στην Ελλάδα. Η παγκόσμια εξάπλωσή του περιλαμβάνει το ανατολικό κομμάτι της βαλκανικής χερσονήσου και εκτείνεται μέχρι το Αφγανιστάν και το Τουρκμενιστάν. Στη χώρα μας, όπου και το δυτικότερο όριο εξάπλωσής του (μαζί με τη ΠΓΔΜ), έχει σποραδικές εμφανίσεις στους νομούς Αττικής, Λέσβου, Θεσσαλονίκης και στις λίμνες Βεγορίτιδα και Πετρών.

Φύεται σε υγρές τοποθεσίες: δίπλα σε πηγές, ποταμούς και λίμνες, σε αμμώδη, αργιλώδη ή χλοερά λιβάδια. Ανθίζει προς το τέλος του χειμώνα, κατά τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο σε χαμηλά υψόμετρα ή στις αρχές της άνοιξης, σε μεγαλύτερα υψόμετρα, που μπορεί να φτάσουν μέχρι τα 700 μ. Η ανθοφορία του συμβαίνει ταυτόχρονα με την έκπτυξη τριών, συνήθως, φύλλων.




Το είδος μπορεί να πολλαπλασιάζεται αγενώς, λόγω της ύπαρξης προεκβολών στο ρίζωμά του. Έτσι, σε ευνοϊκές συνθήκες, είναι δυνατό να δημιουργήσει εύκολα μεγάλους πληθυσμούς. Παρόλα αυτά, οι βιότοποι που προτιμά είναι ευάλωτοι και οποιαδήποτε αλλαγή, πχ στη ροή κάποιου ποταμού, στην επέκταση γεωργικών καλλιεργειών ή στην γεωργική εκμετάλλευση των εκτάσεων στις οποίες φύεται το κολχικό, μπορεί να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στην εξάπλωση του είδους. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την περιορισμένη συνολική εξάπλωσή του στην Ελλάδα, το καθιστά «Τρωτό» για τη χώρα μας, σύμφωνα με το Βιβλίο Ερυθρών Δεδομένων των Σπάνιων και Απειλούμενων Φυτών της Ελλάδας.