Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

Galanthus elwesii

Χορτιάτης, 30/1/2011

O Galanthus elwesii Hook. f. ξεχωρίζει από τα φαρδιά γλαυκά του φύλλα και τις πράσινες κηλίδες τόσο στην κορυφή, όσο και στη βάση των εσωτερικών τεπάλων. Ο Sir Joseph Dalton Hooker, διευθυντής του Βασιλικού Βοτανικού Κήπου στο Kew, το ονόμασε έτσι το 1875 προς τιμήν του πρώτου ανθρώπου που το συνέλεξε, του βοτανολόγου, εντομολόγου και περιηγητή Henry John Elwes.

Φύεται στα Βαλκάνια (Ελλάδα, Βουλγαρία, πρώην Γιουγκοσλαβία), τη Ρουμανία, τη Μολδαβία, την Ουκρανία και τη Μικρά Ασία, αν και χρειάζονται περαιτέρω έρευνες για την ακριβή του εξάπλωση, καθώς πολύ συχνά συγχέεται με το G. gracilis. Στην Ελλάδα βρίσκεται κυρίως στα βόρεια τμήματα της ηπειρωτικής χώρας και τα νησιά του βορείου Αιγαίου (Λέσβος, Χίος, Σάμος). Απαντά σε πλήθος βιοτόπων, όπως δάση, ανοίγματα δασών, θαμνώνες, υπαλπικά λιβάδια, πετρώδεις τοποθεσίες, σε υψόμετρα από 100 έως 1600 μ., αν και είναι πιο κοινό στην ορεινή ζώνη μεταξύ 800 και 1000 μ. Προτιμά βόρειες εκθέσεις, ενώ είναι πολύ κοινό σε περιοχές που καλύπτονται με χιόνι το χειμώνα και παραμένουν δροσερές το καλοκαίρι.

Βέρμιο, 25/3/2011

Το είδος καλλιεργείται ευρύτατα στις μέρες μας και όλα ξεκίνησαν όταν, το 1874, ο Elwes έκανε τις πρώτες εξαγωγές φυτών από την Τουρκία στην Αγγλία. Οι γάλανθοι έγιναν ανάρπαστοι από τους Άγγλους ανθοκόμους χάρη στην ομορφιά τους, ειδικά σε μία περίοδο που τα ανθισμένα λουλούδια σπανίζουν. Στην Τουρκία στήθηκε μία ολόκληρη βιομηχανία συλλογής άγριων βολβών, οι οποίοι στη συνέχεια εξάγονταν. Με τα χρόνια και προκειμένου να ανταποκριθεί στην αυξανόμενη ζήτηση, η προσοδοφόρα αυτή οικονομική δραστηριότητα γιγαντώθηκε, φτάνοντας στα μέσα της δεκαετίας του 1980 τα 40 εκατομμύρια βολβούς σε ετήσια βάση! Η απομάκρυνση τεράστιων ποσοτήτων βολβών του G. elwesii από το φυσικό περιβάλλον δημιούργησε μια ανησυχία για το αντίκτυπο που επέφερε στο περιβάλλον συνολικά, αλλά και κατά πόσο διακύβευε την επιβίωση του ίδιου του είδους. Το 1989 ξεκίνησε η επιστημονική παρακολούθηση του είδους και των βιοτόπων του και θεσπίστηκε θεσμικό πλαίσιο που καθορίζει τον τρόπο συλλογής, καθώς και τις μέγιστες ποσότητες. Σήμερα η παραγωγή κυμαίνεται στα 7-8 εκατομμύρια βολβούς ετησίως.

Χορτιάτης, 2/3/2008

Όπως και άλλα Galanthus, το G. elwesii είναι ευαίσθητο σε ενδεχόμενες κλιματικές αλλαγές. Ήδη συμπεριλαμβάνεται σε αρκετούς Κόκκινους Καταλόγους Απειλούμενων Φυτών, όπως αυτόν της Μολδαβίας, όπου χαρακτηρίζεται ως «Κρισίμως Απειλούμενο» (Critically Endangered), ή της Βουλγαρίας με το χαρακτηρισμό «Απειλούμενο» (Endangered). Στη Βουλγαρία ειδικότερα, όπου το είδος αυτό συλλέγεται για φαρμακευτική ή καλλωπιστική χρήση, οι πληθυσμοί του σε συγκεκριμένες περιοχές έχουν περιοριστεί σε μερικά άτομα. Η αποψίλωση των δασών, η κατασκευή τουριστικών υποδομών και διάφορες δραστηριότητες αναψυχής φαίνεται να απειλούν το G. elwesii και, γενικότερα, όπως σημειώνεται από την Παγκόσμια Ένωση Προστασίας της Φύσης, υπάρχει μια τάση μείωσης των πληθυσμών. Αν λάβουμε όλα τα προηγούμενα υπόψη, αντιλαμβανόμαστε γιατί συμπεριλαμβάνεται στους ακόλουθους καταλόγους: Παράρτημα ΙΙ της Συνθήκης CITES, Κόκκινο Κατάλογο Απειλούμενων Ειδών της Παγκόσμιας Ένωσης Προστασίας της Φύσης, Παγκόσμιο Κατάλογο Ειδών που χρήζουν προστασίας του Ο.Η.Ε. και Άλλα Σημαντικά Είδη Φυτών του δικτύου «ΦΥΣΗ 2000».

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

Galanthus reginae-olgae


Φαράγγι Αχέροντα, 18/12/2011

Το G. reginae-olgae Orph., ο γάλανθος της βασίλισσας Όλγας ελληνιστί, είναι ένας ακόμα αρνητής της φθινοπωρινής και χειμωνιάτικης απραξίας που κυριαρχεί στο φυτικό βασίλειο αυτές τις εποχές. Τα σχεδόν ολόλευκα άνθη του, που ξεπροβάλλουν μέσα από τους σωρούς των πεσμένων φύλλων ή μόλις που διακρίνονται στο χιονισμένο τοπίο χάρη στις μικρές πράσινες κηλίδες τους, είναι υπεύθυνα για το όνομα του γένους.


Η γεωγραφική του εξάπλωση περιλαμβάνει την Ελλάδα, την Ιταλία, τη Σικελία, νοτιοδυτικά τμήματα της πρώην Γιουγκοσλαβίας και την Αλβανία. Στην Ελλάδα απαντά στην περιοχή της Πίνδου, τη νότια και νοτιοδυτική Πελοπόννησο και την Κέρκυρα. Εμείς το συναντήσαμε στο φαράγγι του Αχέροντα, τόσο στην είσοδο του φαραγγιού που φέρει το δυσοίωνο όνομα «Πύλες του Άδη», όσο και στην έξοδό του.

Φύεται σε δάση, θαμνώνες, πλαγιές κοντά σε ρέματα, κοιλάδες και φαράγγια, δείχνοντας μια προτίμηση σε υγρές, σκιερές τοποθεσίες με βόρειο προσανατολισμό και εδάφη αρκετά βαθιά, πλούσια σε υγρασία και καλά εφοδιασμένα με οργανική ουσία. Έχει βρεθεί σε υψόμετρα από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τα 1300 μ., αν και είναι περισσότερο κοινό στα μεγαλύτερα υψόμετρα.



Είναι στενά συγγενικό με το G. nivalis και για πολλά χρόνια θεωρείτο υποείδος του τελευταίου. Οι ομοιότητες μεταξύ των δύο ειδών είναι αρκετές, αλλά σημαντικές και εμφανείς είναι και οι διαφορές τους. Ανάμεσά τους είναι το χρώμα των φύλλων και κυρίως της γραμμής στην πάνω επιφάνεια τους, που είναι εντονότερη και σχεδόν γλαυκή για το G. reginae-olgae, ενώ πιο δυσδιάκριτη και σκούρη ή απούσα για το G. nivalis.


Διακρίνεται σε δύο υποείδη, το G. reginae-olgae ssp. reginae-olgae και το G. reginae-olgae ssp. vernalis (δηλ. ο ανοιξιάτικος). Τα δύο αυτά υποείδη διακρίνονται από την εποχή της ανθοφορίας και το μήκος των φύλλων κατά την περίοδο άνθισης. Πιο συγκεκριμένα, τo G. reginae-olgae ssp. reginae-olgae ανθίζει Οκτώβριο με Δεκέμβριο χωρίς φύλλα ή με πολύ κοντά φύλλα μήκους 1-3 εκ., ενώ το G. reginae-olgae ssp. vernalis ανθίζει Δεκέμβριο με Μάρτιο με φύλλα μήκους 3-7 εκ. κατά την άνθισή του.


Το G. reginae-olgae συμπεριλαμβάνεται στο πρώτο Κόκκινο Βιβλίο των Σπάνιων και Απειλούμενων Φυτών της Ελλάδας (1995), το Παράρτημα ΙΙ της Συνθήκης CITES για το Διεθνές Εμπόριο των Απειλούμενων με Εξαφάνιση Ειδών Άγριας Πανίδας και Χλωρίδας, το ΠΔ 67/81 του Ελληνικού κράτους, τον Παγκόσμιο Κατάλογο ειδών που χρήζουν προστασίας του Ο.Η.Ε. και τον Κόκκινο Κατάλογο Απειλούμενων Ειδών της Παγκόσμιας Ένωσης Προστασίας της Φύσης με το χαρακτηρισμό «τρωτό». Στην Ελλάδα το είδος είναι σπάνιο, αλλά οι πληθυσμοί του απειλούνται μόνο στο νησί της Κέρκυρας, κυρίως από την επέκταση του τουρισμού. Γενικότερα, όπως και τα υπόλοιπα είδη του γένους, είναι ευαίσθητο και μπορεί να απειληθεί από αλλαγές στα επίπεδα βροχόπτωσης που οφείλονται στην κλιματική αλλαγή.

Το γένος Galanthus, λόγω των ουσιών που βρίσκονται σε όλο το φυτό, αλλά σε μεγαλύτερη συγκέντρωση στους βολβούς του (τα αλκαλοειδή γαλανθαμίνη, λυκορίνη, ταζεττίνη), είναι πιθανό να συνδέεται με την Οδύσσεια και το μυθικό φυτό μώλυ. Το μώλυ (από το ρήμα μωλύω που σημαίνει αδυνατίζω, αφανίζω ή παραλύω) δρούσε ως αντίδοτο σε χολινεργικές ουσίες, όπως αυτές που εικάζεται ότι περιείχαν τα μαγικά φίλτρα που έδωσε η Κίρκη στους συντρόφους του Οδυσσέα. Ο Ερμής προστάτεψε τον Οδυσσέα δίνοντάς του ένα φυτό με μαύρη ρίζα και γαλακτόχροα άνθη, που η εξόρυξή του ήταν δύσκολη. Πολλές υποθέσεις έχουν γίνει για την ταυτότητα του φυτού αυτού, όπως ότι ανήκει σε κάποιο είδος των γενών Allium, Tulipa, Fritillaria ή το Helleborus niger. Στην ταύτιση με κάποιο είδος του γένους Galanthus συνηγορεί, εκτός της μορφολογικής περιγραφής, το γεγονός ότι τα είδη του γένους περιέχουν αλκαλοειδή με δράση αντιχολινεστεράσης.

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

Φθινοπωρινά γεώφυτα της Λευκάδας

Narcissus serotinus, Λευκάδα, 2/11/2011

Στα εύκρατα κλίματα, η εναλλαγή των εποχών δημιουργεί μια συνεχή μεταβολή των περιβαλλοντικών συνθηκών. Κάθε εποχή φέρνει μαζί της και τις δικές της δυσχέρειες για την επιβίωση και την ανάπτυξη των φυτών. Η ανυδρία του καλοκαιριού και το ψύχος του χειμώνα συνθέτουν μια διελκυστίνδα, στο τεντωμένο σκοινί της οποίας προσπαθούν να ισορροπήσουν την επιβίωσή τους όλα τα φυτικά είδη. Και όλα αυτά πρέπει να γίνουν μέσα σε ένα περιβάλλον συνεχούς ανταγωνισμού μεταξύ τους για νερό, θρεπτικά συστατικά, ηλιακό φως και επικονιαστές!


 Colchicum cupanii, Λευκάδα, 23/10/2011
 
Υπάρχει μια κατηγορία φυτών, τα μέλη της οποίας, αντί να κάτσουν και να υποστούν όλο αυτό το στρες, επιλέγουν μια πιο έξυπνη οδό. Εξοπλισμένα με μια αποταμιευτική ρίζα, με το που αρχίσουν οι κλιματικές συνθήκες να γίνονται δυσμενείς, απαλάσσονται από όλα τα επίγεια μέρη τους και περνούν τις δύσκολες εποχές του έτους στο ασφαλές και γεμάτο προμήθειες υπόγειο καταφύγιό τους. Ξεπροβάλλουν το Φθινόπωρο ή νωρίς την Άνοιξη, σε ένα περιβάλλον όπου η πίεση των ανταγωνιστών τους είναι αισθητά μικρότερη. Στο Ισραήλ για παράδειγμα, μόνο το 10% των φυτών της τοπικής χλωρίδας ανθίζει το Φθινόπωρο και τα περισσότερα από αυτά είναι γεώφυτα. 


 Drimia maritima (=Urginea maritima), Λευκάδα, 20/10/2011

Τα γέωφυτα, που δε χρειάζεται να είσαι μάντης για να φανταστείς από που πήραν το όνομά τους, είναι ιδιαίτερα προσαρμοσμένα στο μεσογειακό κλίμα. Η αντιπροσώπευσή τους σε περιοχές με μεσογειακό κλίμα είναι πάντα μεγαλύτερη σε σχέση με περιοχές της Κεντρικής ή της Βόρειας Ευρώπης. Τα περισσότερα γεώφυτα είναι μονοκοτυλήδονα από τις οικογένειες των Liliaceae, Iridaceae και Amaryllidaceae, αλλά υπάρχουν και λίγα δικοτυλήδονα (π.χ. τα κυκλάμινα).


Sternbergia lutea, Λευκάδα, 20/10/2011

Ιδιαίτερα εντυπωσιακά είναι τα γεώφυτα που ανθίζουν το Φθινόπωρο. Στα περισσότερα από αυτά, τα άνθη εμφανίζονται μόνα τους χωρίς φύλλα, δίνοντας όμορφες εικόνες αντίθεσης με το μουντό φθινοπωρινό τοπίο. Η έκπτυξη των φύλλων θα γίνει μόνο μετά τις πρώτες βροχές. Αυτό δίνει ακόμα μια νότα ρομαντισμού στη βιολογία αυτών των φυτών, αφού ξοδεύουν τα τελευταία αποθέματα των πόρων τους για να διαιωνίσουν το είδος τους και μετά αφήνονται στο έλεος του καιρού για την  προσωπική τους επιβίωση. Ποιος είπε ότι ο αλτρουισμός είναι προνόμιο των ιπποτών; 

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

Arisarum vulgare

Λευκάδα, 5/11/2011

Το λυχναράκι, όπως είναι γνωστό στην Ελλάδα το Arisarum vulgare O. Targ. Tozz., έχει ωοειδή εώς βελοειδή φύλλα και ο ποδίσκος που στηρίζει την ταξιανθία του είναι γεμάτος καφεκόκκινα στίγματα. Στη βάση του σπάδικα  βρίσκονται 4-6 θηλυκά άνθη και ακριβώς από πάνω τους είναι τοποθετημένα περίπου 20 αρσενικά. Η σπάθη, γυαλιστερή με κάθετες ραβδώσεις, μοιάζει να τυλίγει εντελώς τον σπάδικα. Φύεται σε σκιερές και υγρές τοποθεσίες, στη μεσογειακή περιοχή, φτάνοντας μέχρι τις Αζόρες. Ανθίζει το φθινόπωρο μέχρι και τους πρώτους μήνες της άνοιξης, από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τα 800 μ. 


Το φυτό περιέχει λεπτούς κρυστάλλους οξαλικού ασβεστίου σε σχήμα καρφίτσας, γεγονός που καθιστά τουλάχιστον δυσάρεστη οποιαδήποτε προσπάθεια μάσησής του. Αν και μετά από κατεργασία του φυτού, όπως βράσιμο ή αποξήρανση, οι κρύσταλλοι αυτοί εξουδετερώνονται, καλό θα ήταν να αποφεύγεται και πάλι η βρώση του, καθώς στις ρίζες του υπάρχουν αλκαλοειδή με πολύ ισχυρή τοξική δράση σε ανθρώπινους ιστούς. Υπάρχουν αναφορές για τη φαρμακευτική δράση του φυτού αυτού και τη χρήση του για τη θεραπεία όγκων.


Το βρήκαμε στη Λευκάδα, μέσα σε ελαιώνες, όπου σχημάτιζε αρκετά μεγάλους πληθυσμούς. Σε πολλές περιπτώσεις, κάλυπτε σχεδόν ολόκληρη την επιφάνεια του εδάφους, σχηματίζοντας ένα πράσινο χαλί. Στο νησί, όπου είναι πολύ κοινό και σε άλλους βιότοπους, η άνθισή του ξεκίνησε περίπου στις αρχές του Νοέμβρη.

Λευκάδα, 8/12/2011

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

Biarum tenuifolium

Λευκάδα, 23/10/2011

Είναι σχεδόν αδύνατο να διακρίνει κανείς τον περίεργο αυτό εκπρόσωπο της οικογένειας Araceae. Τα φύλλα του είναι συνήθως απόντα κατά την άνθιση και το άνθος του έχει τις καφέ αποχρώσεις του χώματος, με αποτέλεσμα να μοιάζει με ένα κλαδάκι που ξεπροβάλλει από το έδαφος. Μόνο η μυρωδιά του το προδίδει, η οποία, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, μοιάζει με περιττώματα αγελάδων, αν και οι δικές μας μύτες, προφανώς όχι και τόσο ευαίσθητες, δεν συνέλαβαν καμιά τέτοια μυρωδιά. 

Η ταξιανθία του Biarum tenuifolium (L.) Schott σχηματίζεται στην επιφάνεια του εδάφους, εκεί όπου αργότερα παράγονται και οι καρποί του. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται γεωκαρπία (geocarpy) και είναι μια στρατηγική ορισμένων φυτών, κυρίως των ξηρών βιοτόπων ή των ερήμων, με την οποία εξασφαλίζεται η φύτρωση των σπερμάτων κοντά στο μητρικό φυτό, όπου οι συνθήκες για την ανάπτυξη του νέου φυτού είναι αποδεδειγμένα ευνοϊκές.   

Φύεται σε πετρώδη εδάφη, στην περιοχή της Μεσογείου, και ανθίζει προς το τέλος του καλοκαιριού και το φθινόπωρο χωρίς φύλλα ή, σπανιότερα, τέλος άνοιξης με αρχές καλοκαιριού μαζί με φύλλα. Στην Ελλάδα απαντά, εκτός των άλλων, και ένα ενδημικό υποείδος, το B. tenuifolium ssp.  idomenaeum που φύεται αποκλειστικά στην Κρήτη.

Χαρακτηριστικό στοιχείο της οικογένειας είναι η ιδιότυπη ταξιανθία που φέρουν όλα τα μέλη της. Τα μικροσκοπικά αρσενικά και θηλυκά άνθη είναι πολύ πυκνά διατεταγμένα σε μία επιμήκη κυλινδρική διάταξη, η οποία ονομάζεται σπάδικας. Ο σπάδικας περιβάλλεται από ένα τεράστιο βράκτιο, τη σπάθη. 

Σε μερικά Araceae η επικονίαση είναι μια πολύπλοκη και πολύ ενδιαφέρουσα διαδικασία. Όταν τα άνθη του σπάδικα ωριμάσουν, τα έντομα που αναλαμβάνουν το ρόλο του επικονιαστή, κυρίως μύγες, μέλισσες και σκαθάρια, πρέπει με κάποιον τρόπο να δελεαστούν για να το πλησιάσουν. Το δέλεαρ για τα έντομα αυτά είναι η μυρωδιά που εκλύεται από τον σπάδικα, η οποία μπορεί για μας να είναι αποκρουστική, καθώς συνήθως θυμίζει πτώμα σε αποσύνθεση ή περιττώματα ζώων, αλλά για τα πτωματοφάγα ή κοπροφάγα έντομα τέτοιες μυρωδιές αφήνουν την υπόσχεση λαχταριστού γεύματος. Μάλιστα, για να είναι ακόμα εντονότερη η οσμή, ο σπάδικας ανεβάζει με μια πολύπλοκη διαδικασία τη θερμοκρασία του (μερικές φορές έως και 10 βαθμούς περισσότερο από τη θερμοκρασία αέρα), έτσι ώστε οι πτητικές ενώσεις που αποτελούν την οσμή να διαχέονται ευκολότερα.

Τα έντομα, μπαίνουν μέσα στη σπάθη ψάχνοντας για τροφή και, όχι μόνο μένουν νηστικά, αλλά παγιδεύονται στις κολλώδεις εσωτερικές επιφάνειες της σπάθης. Στη συνέχεια οι στήμονες απελευθερώνουν γύρη, η οποία κολλάει στα φυλακισμένα έντομα. Με μια αναδιαμόρφωση της εσωτερικής επιφάνειας της σπάθης τα έντομα απελευθερώνονται, μεταφέροντας τη γύρη, σε κάποιο άλλο άτομο του είδους.

Ένα μέλος της οικογένειας, το Amorphophallus titanum (Becc.) Becc, κατέχει το ρεκόρ της μεγαλύτερης αδιακλάδωτης ταξιανθίας στον κόσμο. Ο σπάδικάς του μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 3 m στην προσπάθειά του να διασπείρει όσο το δυνατόν μακρύτερα τη μυρωδιά του στο πυκνό τροπικό δάσος της Σουμάτρας, όπου απαντά αποκλειστικά.  

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

Allium callimischon ssp. callimischon

Λευκάδα, 8/11/2011

Το Allium callimischon Link ssp. callimischon είναι ένα όμορφο φθινοπωρινό άγριο σκόρδο (ή κρεμμύδι), ενδημικό της Ελλάδας. Η περιοχή εξάπλωσής του περιλαμβάνει τα νησιά του Ιονίου (Λευκάδα, Ζάκυνθος, Κεφαλονιά), τη Δ. Στερεά Ελλάδα, την Ήπειρο, την Πελοπόννησο και τα Κύθηρα. Φύεται σε ασβεστολιθικά βραχώδη εδάφη, ελαιώνες, ανάμεσα σε φρύγανα, σε υψόμετρο από 400 έως 700 μ. Ανθίζει από μέσα Σεπτεμβρίου έως μέσα Νοεμβρίου.

Εκτός από το τυπικό υποείδος, υπάρχει και το A. callimischon ssp. haemostictum Stearn, το οποίο, όπως φανερώνει το όνομά του, φέρει κηλίδες στο χρώμα του αίματος στα τέπαλά του.  Το υποείδος αυτό φύεται στην Κρήτη και τα νοτιοδυτικά παράλια της Μ. Ασίας.

Περιλαμβάνεται στον παγκόσμιο κατάλογο ειδών που χρήζουν προστασίας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και στα Άλλα Σημαντικά Είδη Φυτών του δικτύου «ΦΥΣΗ 2000».

Στην πιο πρόσφατη ταξινομική αναθεώρηση (APG III), το γένος Allium μετακινήθηκε στην οικογένεια Amaryllidaceae.