Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

Colchicum asteranthum

Λύρκειο, 9/1/2016


Κρυμμένο στις νότιες πλαγιές ενός όχι ιδιαίτερα γνωστού βουνού της Πελοποννήσου και με τα άνθη του να εμφανίζονται μέσα στην καρδιά του χειμώνα, το Colchicum asteranthum Vassiliad. & K. Perss. περίμενε καρτερικά μέχρι το 1999 για να ανακαλυφθεί και να περιγραφεί τρία χρόνια αργότερα. 




Αυτό το μικρό κολχικό μπορεί κανείς να το συναντήσει μόνο στο όρος Λύρκειο της Πελοποννήσου και μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε, μόνο στις πλαγιές που έχουν από νοτιοανατολική μέχρι νοτιοδυτική έκθεση. Η πολύ περιορισμένη αυτή εξάπλωση καθιστά το Colchicum asteranthum ένα από τα σπανιότερα κολχικά της Ελλάδας.

Η ανθοφορία του είναι χειμερινή, περιλαμβάνει τους μήνες Δεκέμβριο και Ιανουάριο και εμφανίζει μια κορύφωση γύρω στα τέλη του πρώτου μήνες και στην αρχή του δεύτερου. Τότε, σε περιοχές του βουνού με κοκκινόχωμα (terra rossa) και χωρίς μεγάλη δενδροκάλυψη, σε υψόμετρο από 950 έως 1450 μ., το C. asteranthum ανοίγει τα λευκά ή ρόδινα άνθη του, αφήνοντας να αναδυθεί μια μελένια μυρωδιά.   




Η χειμερινή ανθοφορία του φυτού ενέχει τον κίνδυνο της μειωμένης εγγενούς αναπαραγωγής, λόγω της πιθανής κακοκαιρίας και της συνακόλουθης έλλειψης επικονιαστών. Ωστόσο, υπάρχει η δυνατότητα αγενούς αναπαραγωγής μέσω ριζωμάτων που αντισταθμίζει τις απώλειες. Έχει υπολογιστεί ότι στο βουνό υπάρχουν αρκετές χιλιάδες άτομα του C. asteranthum, τα οποία όμως εμφανίζονται σε μια πολύ περιορισμένης έκτασης περιοχή. Για το λόγο αυτό, το φυτό συμπεριλαμβάνεται στο Βιβλίο Ερυθρών Δεδομένων των Σπάνιων και Απειλούμενων Φυτών της Ελλάδας (2009) με το χαρακτηρισμό «Τρωτό».

Είναι παράξενο το ότι το Colchicum asteranthum, ενδημικό της νότιας Ελλάδας, βρίσκει ένα αδελφό είδος που ενδημεί στη βόρεια Ελλάδα: το C. chimonanthum, το οποίο μοιάζει με το C. asteranthum, αλλά, επιπλέον, ανθίζει την ίδια περίοδο. Αλλά… περισσότερα για αυτό θα σας αποκαλύψω την επόμενη βδομάδα. 

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Drosera rotundifolia

Ροδόπη, 11/8/2015

Τι κάνεις αν είσαι φυτό, θέλεις να συνθέσεις μια πρωτεΐνη και το περιβάλλον στο οποίο ζεις είναι πολύ φτωχό σε άζωτο; Λιμοκτονείς ή αλλάζεις διατροφικές συνήθειες; Φαίνεται ότι φυτά όπως η Drosera rotundifolia L. επέλεξαν το δεύτερο και έγιναν… σαρκοφάγα!

Πρώτος ο Δαρβίνος παρατήρησε τα εντομοφάγα φυτά και πρότεινε ότι τα έντομα που αποσυντίθενται σιγά σιγά στα φύλλα-παγίδες τους, παρέχουν κάποιες ουσίες σε αυτά. Μάλιστα, πειραματίστηκε με τα εντομοφάγα φυτά, τοποθετώντας επάνω στα φύλλα τους μικρά κομματάκια τυριού ή κρέατος. Το αποτέλεσμα ήταν ότι τα άτομα που «τάιζε» με αυτόν τον τρόπο, φαίνονταν περισσότερο εύρωστα και υγιή από τα υπόλοιπα.

Η Drosera rotundifolia λοιπόν, όπως όλα τα φυτά, έχει ανάγκη από κάποια θρεπτικά στοιχεία, όπως είναι το άζωτο. Ο βιότοπος όμως στον οποίο απαντά, τα όξινα τυρφώδη έλη, είναι πολύ φτωχός ως προς το στοιχείο αυτό. Το πρόβλημα λύνεται με τα ειδικά διαφοροποιημένα φύλλα της, που φέρουν πολυάριθμους μακριούς αδένες. Άλλοι από αυτούς εκκρίνουν μια κολλώδη ουσία, ικανή να παγιδεύει έντομα, και άλλοι εκκρίνουν πεπτικά υγρά που διαλύουν τα έντομα, έτσι ώστε να απορροφηθούν τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά, όπως το άζωτο, και να συμπληρώσει τις διατροφικές της ανάγκες.




Το είδος αυτό έχει ευρεία εξάπλωση: Ευρώπη, Σιβηρία, βόρεια Αμερική, Ιαπωνία, Κορέα και Νέα Γουινέα. Στην Ελλάδα όμως η εξάπλωσή της περιορίζεται σε ελάχιστες θέσεις στην οροσειρά της Ροδόπης. Μάλιστα, η πρώτη θέση στην οποία ανακαλύφθηκε ένας μικρός πληθυσμός της καταστράφηκε μετά τη διάνοιξη αποστραγγιστικού καναλιού. Γενικά, απαντά σε υψόμετρα από 1100 έως 1500 μ. και ανθίζει για λίγες ώρες κατά τις ηλιόλουστες ημέρες του Ιουλίου και του Αυγούστου.

Δυστυχώς, το αξιοθαύμαστο αυτό φυτό φαίνεται να κινδυνεύει άμεσα από διάνοιξη κι άλλων αποστραγγιστικών καναλιών που θα καταστρέψουν τον ευαίσθητο βιότοπό του. Η υλοτομία, η διάνοιξη δρόμων και οι πυρκαγιές αποτελούν επίσης σοβαρή απειλή, ενώ τα μεγάλα ζώα, όπως τα βοοειδή, μπορούν να έχουν πολύ αρνητικές επιδράσεις στον πληθυσμό της D. rotindifolia, είτε μέσω του ποδοπατήματος ή μέσω των περιττωμάτων που αλλάζουν τις ισορροπίες θρεπτικών στα περιβάλλοντα όπου διαβιεί το φυτό. Για όλα αυτά, αλλά και λόγω της πολύ περιορισμένης εξάπλωσης της D. rotundifolia στην Ελλάδα, το φυτό συμπεριλαμβάνεται στο Βιβλίο Ερυθρών Δεδομένων των Σπάνιων και Απειλούμενων Φυτών της Ελλάδας, με το χαρακτηρισμό «Κινδυνεύον».


Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2016

Onobrychis peloponnesiaca

Λακωνία, 10/4/2016

Όχι και τόσο περιπετειώδης η ιστορία του όσο της Onobrychis aliacmonia, ωστόσο το φυτό που παρουσιάζουμε σήμερα, σε συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησης (εδώ), πέρασε μια μικρή ονοματολογική οδύσσεια, καθώς αρχικά (1987) κατατάχθηκε στο προαναφερθέν είδος, στη συνέχεια θεωρήθηκε υποείδος του προαναφερθέντος είδους (1996) και, τελικά, νέο και διακριτό είδος (1999): Onobrychis peloponnesiaca (Iatroú & Kit Tan) Iatroú & Kit Tan



Πρόκειται για ένα είδος ενδημικό μιας πολύ μικρής περιοχής της νότιας Πελοποννήσου, στο νομό Λακωνίας. Εκεί φυτρώνει σε μαργαϊκό έδαφος, με θάμνους ή φρύγανα, καθώς και στις παρυφές καλλιεργούμενων εκτάσεων και ελαιώνων, σε υψόμετρο από 100 έως 200 μ. Ανθίζει τον Απρίλιο και το Μάιο.




Η O. peloponnesiaca συμπεριλαμβάνεται στο Βιβλίο Ερυθρών Δεδομένων των Σπάνιων και Απειλούμενων Φυτών της Ελλάδας (2009) και, μάλιστα, με το χαρακτηρισμό «Κινδυνεύον». Οι υποπληθυσμοί του είδους είναι μικροί και ασυνεχείς και κινδυνεύουν από καταστροφή των βιοτόπων τους. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί μετά από εκχέρσωση του εδάφους για την επέκταση κάποιας καλλιέργειας ή άσκηση διαφόρων καλλιεργητικών πρακτικών, αλλά και μετά τη απομάκρυνση του εδάφους για τη διαπλάτυνση δρόμων. 

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Onobrychis aliacmonia

Κοζάνη, 26/7/2014

To 1956 o Rechinger και ο Γουλιμής, ταξίδεψαν παρέα στις όχθες του Αλιάκμονα, κάνοντας μια όμορφη ανακάλυψη, ένα εντυπωσιακό είδος Onobrychis. Αρχικά το φυτό θεωρήθηκε ότι ανήκει στο είδος O. hypargyrea της Ανατολίας, που θεωρούνταν ότι εξαπλώνονταν μέχρι τη νότια πρώην Γιουγκοσλαβία. Χρειάστηκε να περάσουν 17 ολόκληρα χρόνια για να αναθεωρηθεί η άποψη αυτή και να βρουν ότι ανήκει τελικά σε ένα νέο, διακριτό είδος, το τοπικό ενδημικό του Αλιάκμονα O. aliacmonia Rech. f.




Μόλις τρία χρόνια αργότερα, το 1976, η κατασκευή ενός φράγματος στην περιοχή ανύψωσε τη στάθμη του νερού, καταπίνοντας τις όχθες του ποταμού, όπου βρισκόταν το locus classicus του φυτού. Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες κατά τις δεκαετίες ‘70 και ‘80, η O. aliacmonia δε στάθηκε δυνατό να επανευρεθεί, οπότε το είδος χαρακτηρίστηκε «εξαφανισμένο» από την Παγκόσμια Ένωση Προστασίας της Φύσης και, μάλιστα, θεωρήθηκε ότι αποτελούσε τη μόνη αδιαμφισβήτητη περίπτωση εξαφάνισης ελληνικού ενδημικού είδους.


καρποί Onobrychis aliacmonia

Φανταστείτε τη μεγάλη έκπληξη των βοτανικών, όταν πέντε χρόνια μετά, το 1987, μια Onobrychis που έμοιαζε καταπληκτικά με την O. aliacmonia εντοπίζεται στην Πελοπόννησο, 400 χλμ μακριά από αυτήν.

Οι εκπλήξεις δε σταμάτησαν εδώ. Το 1994 οι Tan και Vold σε νέα επίσκεψή τους στην ευρύτερη περιοχή του Αλιάκμονα, ανακάλυψαν ένα χαλί από το φυτό αυτό και στις δύο όχθες του ποταμού, εκεί όπου όλες οι παλαιότερες αναζητήσεις είχαν παραμείνει άκαρπες. Πάνω από 30.000 φυτά του είδους που μέχρι τότε θεωρούνταν εξαφανισμένο, βρίσκονταν κάτω από τα πόδια τους!




Επιπλέον, ο απομακρυσμένος πληθυσμός της νότιας Πελοποννήσου, ο οποίος αρχικά θεωρήθηκε ότι ανήκει στο ίδιο είδος με την O. aliacmonia, τελικά διαπιστώθηκε ότι ανήκει σε νέο, ξεχωριστό είδος, το O. peloponnesiaca, για το οποίο… θα κάνετε υπομονή μία βδομάδα. 

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

Crocus niveus

Μεσσηνιακή Μάνη, 14/11/2015

Ο Crocus niveus Bowles, δηλαδή ο χιονώδης κρόκος, δίνει πιστά το ραντεβού του κάθε φθινόπωρο στη νότια και ανατολική Πελοπόννησο και το νησί των Κυθήρων, ευτυχώς συχνότερα από ότι το πραγματικό χιόνι στις περιοχές αυτές. 




Πρόκειται ίσως για τον μεγαλύτερο σε μέγεθος κρόκο, αφού μπορεί να φαίνεται σαν μια κατάλευκη τουλίπα. Το όνομά του παραπέμπει φυσικά στο πάλλευκο άνθος του, αν και σε ορισμένες περιοχές μπορεί να εμφανίζεται και με λιλά αποχρώσεις. 




Ο C. niveus φύεται συνήθως μέσα σε ελαιώνες, ξερά ακαλλιέργητα εδάφη ή θαμνότοπους, σε υψόμετρο από 50 έως 750 μ. Ανθίζει μαζί με τα φύλλα του, κατά τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο. 


Μάνη, 9/11/2016

Ο πανέμορφος και μεγαλοπρεπής αυτός κρόκος συμπεριλαμβάνεται στον παγκόσμιο κατάλογο ειδών που χρήζουν προστασίας του ΟΗΕ και στα Άλλα Σημαντικά Είδη Φυτών του δικτύου «ΦΥΣΗ 2000».

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016

Pseudofumaria alba subsp. leiosperma

Καστοριά, 16/4/2016


Τι τύχη! Να ξεκινά κανείς για ένα ταξίδι στις Πρέσπες (που είναι τύχη από μόνο του) και σε μια στάση στο νομό Καστοριάς να πέφτει επάνω σε ένα πολύ σπάνιο και σχεδόν άγνωστο φυτό: Pseudofumaria alba subsp. leiosperma (Conrad) Lidén.

Tο γένος Pseudofumaria περιλαμβάνει μόνο δύο είδη, την Pseudofumaria alba και την P. lutea, που φύεται στους πρόποδες των Άλπεων. Και τα δύο είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά, ίσως περισσότερο η P. lutea, στην κεντρική και δυτική Ευρώπη.




H Pseudofumaria alba subsp. leiosperma είναι ενδημική του δυτικού τμήματος της βαλκανικής χερσονήσου, φτάνοντας βόρεια μέχρι την Κροατία. Στην Ελλάδα είχε εντοπιστεί σε δύο μόνο σημεία μέχρι σήμερα, στους νομούς Γρεβενών και Φλώρινας, ενώ η δική μας ανακάλυψη έρχεται να προσθέσει και μια νέα τοποθεσία, στο νομό Καστοριάς.

Είναι τυπικό χασμόφυτο, θα το δείτε μόνο σε κάθετους ασβεστολιθικούς βράχους και μάλιστα σε θέσεις σκιερές και λίγο υγρές. Κατοικεί σε μέσα υψόμετρα, από 800 έως 1000 μ. και ανθίζει τους μήνες Απρίλιο και Μάιο. 


Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

Crocus goulimyi

Μάνη, 9/11/2015

Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να επισκεφτεί κανείς τη νότια Πελοπόννησο το φθινόπωρο και, για να γλυτώσουμε χρόνο, ας εστιάσουμε σε αυτούς που παρουσιάζουν βοτανικό ενδιαφέρον: κρόκοι, κολχικά, στερνμπέργκιες, νάρκισσοι… Το ξερό, άνυδρο και αφιλόξενο τοπίο των χερσονήσων της Μάνης και του Μαλέα, γεμίζει χρώμα και ζωή αυτή την εποχή, ενώ ανάμεσα στα φυτά που το στολίζουν βρίσκονται και μερικά πολύ σπάνια, όπως το κροκάκι της σημερινής ανάρτησης: ο Crocus goulimyi Turrill.

Μάνη, 14/11/2015

Ο C. goulimyi πήρε το όνομα του ερασιτέχνη βοτανικού Κωνσταντίνου Γουλιμή που τον ανακάλυψε, το 1954. Είναι ένας κομψός και λεπτεπίλεπτος κρόκος, ενδημικός της νότιας Πελοποννήσου και συγκεκριμένα των χερσονήσων που προαναφέρθηκαν, της Μάνης και του Μαλέα. 

Μάνη, 14/11/2015

Τα άνθη του μπορεί να είναι από μωβ μέχρι εντελώς λευκά και εμφανίζονται μαζί με τα φύλλα, κατά τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο. Στις περιοχές εξάπλωσής του μπορεί να εμφανίζεται τοπικά άφθονος, όπως μέσα σε ελαιώνες ή περιθώρια αγρών, δίπλα σε ξερολιθιές, κ.α. Έχει παρατηρηθεί σε υψόμετρα από 300 έως 750 μ.

Μάνη, 9/11/2015

Το όμορφο αυτό κροκάκι προστατεύεται από το ΠΔ 67/1981 και περιλαμβάνεται στα Άλλα Σημαντικά Είδη Φυτών του δικτύου «ΦΥΣΗ 2000». Στο Βιβλίο Ερυθρών Δεδομένων των Σπάνιων και Απειλούμενων Φυτών της Ελλάδας (1995) χαρακτηρίζεται «Τρωτό», γιατί, αν και δεν κινδυνεύει άμεσα, η υπερβολική συλλογή του και η επέκταση τουριστικών υποδομών και δραστηριοτήτων μπορούν να το απειλήσουν. 

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

Erodium hartvigianum & E. chrysanthum

Erodium hartvigianum, 30/4/2016

Το γένος Erodium περιλαμβάνει περίπου 60 taxa σε όλη τη γη, 16 από τα οποία βρίσκονται στην Ελλάδα. Τα περισσότερα είναι μάλλον κοινά, τέσσερα μόνο χαρακτηρίζονται σπάνια στον Κατάλογο Αγγειοφύτων της Ελλάδας, ενώ δύο μόνο από τα 16 είναι ενδημικά της Ελλάδας, τα οποία τυχαίνει να είναι και τα μοναδικά είδη, εντός συνόρων, με κίτρινο χρώμα ανθών: το Erodium hartvigianum Strid & Kit Tan και το E. chrysanthum LHér.

Erodium hartvigianum, 30/4/2016

Το Erodium hartvigianum ανακαλύφθηκε το 2001 από τον Δανό βοτανικό Per Hartvig, το όνομα του οποίου δόθηκε στο φυτό 2003, όταν περιγράφηκε. Φύεται σε πετρώδεις και βραχώδεις ασβεστολιθικές πλαγιές στη νότια πλευρά του όρους Άσκιο (ή Σινιάτσικο) της δυτικής Μακεδονίας, σε υψόμετρο περίπου 1100 μ. Είναι παράξενο το γεγονός ότι σε αυτή τη πλευρά του βουνού, με τις αποψιλωμένες πλαγιές που φαίνονται σαν να τις έσπειρε κάποιος με πέτρες, φυτρώνει ένα ενδημικό είδος Erodium. Από την άλλη, στις πλαγιές αυτές βόσκουν τα κοπάδια της Γαλατινής, χωριό που πήρε το όνομά του από το εξαιρετικά εύγεστο γάλα των αιγοπροβάτων του. Ας ελπίσουμε αιγοπρόβατα και ενδημικό Erodium  να συνεχίσουν την αρμονική συνύπαρξή τους, χωρίς να έχουμε απώλειες σε γευστικά γαλακτοκομικά προϊόντα ή ενδημικά φυτά.

Erodium chrysanthum, 7/4/2016

Το Erodium chrysanthum είναι το κίτρινο ενδημικό Erodium του νότου. Το όνομά του (chrysanthum: με χρυσά άνθη) ίσως έρχεται σε αντίθεση με τα λεμονί πέταλά του. Φύεται στα βουνά της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας, σε υψόμετρα μεγαλύτερα των 1000 μ. Προτιμά και πάλι ασβεστολιθικά πετρώματα και πετρώδεις ή βραχώδεις θέσεις και ανθίζει από τον Απρίλιο έως και τον Αύγουστο. Προστατεύεται από τη σύμβαση της Βέρνης και το ΠΔ 67/1981, ενώ συμπεριλαμβάνεται στον παγκόσμιο κατάλογο ειδών που χρήζουν προστασίας του ΟΗΕ και στα Άλλα Σημαντικά Είδη Φυτών του δικτύου «ΦΥΣΗ 2000».  

Erodium chrysanthum, 7/4/2016

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

Dianthus superbus

Ροδόπη, 7/8/2015

Superbus σημαίνει υπέροχος, εξαίσιος, θαυμάσιος. Αποκλείεται να διαφωνήσει κανείς με τον Λινναίο που έδωσε το συγκεκριμένο όνομα σε αυτό το άγριο γαρυφαλλάκι. 



Ο Dianthus superbus L. είναι ένα είδος σχετικά κοινό στην Ευρώπη, αλλά σπάνιο στη χώρα μας, όπου απαντά μόνο στο Παγγαίο και τη Ροδόπη. Εκτός Ελλάδας, εξαπλώνεται από το βόρειο τμήμα της Ισπανίας, τη Βρετανία και την Σκανδιναβία, μέχρι την Κίνα και την Ιαπωνία ανατολικά, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας και της Σιβηρίας.

Ανθίζει και σκορπά ένα ελαφρύ γλυκό άρωμα το καλοκαίρι, κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο, συνήθως σε ανοίγματα δασών και σε ποικιλία υποστρωμάτων. Στην Ελλάδα έχει βρεθεί σε υψόμετρο από 1400 έως 1700 μ.  


Ίσως η χώρα στην οποία εκτιμάται περισσότερο η ομορφιά αυτού του δίανθου να είναι η Ιαπωνία. Εκεί, τον ονομάζουν nadeshiko, ενώ με την προσθήκη της λέξης Yamato πριν από το όνομα αυτό, σχηματίζεται ο γιαπωνέζικος όρος Yamato nadeshiko που είναι η προσωποποίηση της ιδανικής Γιαπωνέζας γυναίκας ή, αλλιώς, η επιτομή της αγνής γυναικείας ομορφιάς. 

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

Colchicum macrophyllum

Εύβοια, 25/9/2016


Ακόμα ένα φθινοπωρινό κολχικό περιορισμένης εξάπλωσης ενισχύει με την παρουσία του το χλωριδικό πλούτο της Ελλάδας. Πρόκειται για το Colchicum macrophyllum B.L. Burtt.

Το Colchicum macrophyllum  φύεται σε κάποια από τα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου (Καστελόριζο, Ρόδος, Χάλκη, Σύμη, Κως), στην Κρήτη και τη νότια Εύβοια, ενώ η παγκόσμια εξάπλωσή του περιλαμβάνει μόνο λίγες περιοχές της νοτιοδυτικής Τουρκίας. 


Ανθίζει χωρίς φύλλα από το Σεπτέμβριο έως τις αρχές του Νοεμβρίου, ενώ τα φύλλα του εμφανίζονται την άνοιξη. Προτιμά γενικά πετρώδεις τοποθεσίες, αλλά θέσεις σκιερές και εμφανίζεται σε ένα μεγάλο υψομετρικό εύρος, από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι πάνω από τα 1000 μ.

Προστατεύεται από το ΠΔ 67/81 και συμπεριλαμβάνεται στον παγκόσμιο κατάλογο ειδών που χρήζουν προστασίας του ΟΗΕ και τα Άλλα Σημαντικά Είδη Φυτών του δικτύου «ΦΥΣΗ 2000».

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

Saxifraga aizoides

Τζένα, 31/7/2015

Η Saxifraga aizoides L., ένα αρκτικό-αλπικό είδος με ευρεία εξάπλωση, αφθονεί σε χαμηλά υψόμετρα της αρκτικής ζώνης, από τη βόρεια Αμερική, τη Γροιλανδία, Ισλανδία, Σκανδιναβία, Σκωτία και βόρεια Ιρλανδία, μέχρι τη βορειοδυτική Ρωσία, ενώ προς το νότο ανέρχεται σε ολοένα μεγαλύτερα υψόμετρα της κεντρικής, φτάνοντας μέχρι τα ψηλά βουνά της νότιας Ευρώπης. Φαίνεται ότι το θερμότερο κλίμα της Ελλάδας αποτρέπει την παρουσία της στη χώρα μας, με εξαίρεση το όρος Τζένα του ορεινού συγκροτήματος του Βόρα, όπου βρίσκει το ψυχρό καταφύγιο που χρειάζεται για να αναπτυχθεί. Η απομονωμένη αυτή θέση στην Τζένα είναι το επιβεβαιωμένο νοτιότερο άκρο της εξάπλωσής της.

Εκτός από το κρύο, στη S. aizoides αρέσει η υγρασία, γι’ αυτό φύεται στις όχθες ρεμάτων ή υγρά λιβάδια, σε σχιστόλιθο, σπανιότερα όμως και σε υγρά ασβεστολιθικά βράχια. Στην Τζένα απαντά σε υψόμετρο μεγαλύτερο των 1600 μέτρων. Τα κίτρινα παράξενα άνθη της φανερώνονται από το τέλος του Μαΐου έως την αρχή του Σεπτεμβρίου, ενώ σε άλλες, βορειότερες περιοχές το χρώμα τους ποικίλει, φτάνοντας μέχρι το κόκκινο. 


Η σπάνια αυτή για την Ελλάδα σαξιφράγκα γονιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά με τη βοήθεια εντόμων. Τα άνθη της είναι πρώτανδρα, δηλαδή το αρσενικό αναπαραγωγικό σύστημα ωριμάζει πρώτα σε αυτά με έναν περίεργο χορό των στημόνων. Οι τελευταίοι  αρχικά είναι σε οριζόντια θέση, παράλληλα με τα πέταλα, όμως αργότερα σηκώνονται όρθιοι ένας-ένας προς το κέντρο του άνθους, για να ξαπλώσουν ξανά όταν έχει αδειάσει η γύρη από τους ανθήρες τους και αρχίσουν να ωριμάζουν τα στίγματα των στύλων, εξασφαλίζοντας έτσι την επικονίαση μεταξύ διαφορετικών ανθών. Στη φουσκωμένη περιοχή γύρω από τη βάση των στύλων παράγεται το νέκταρ που προσελκύει τους επικονιαστές του φυτού, το οποίο κάποιες φορές μπορεί να παρατηρηθεί με τη μορφή μικρών σταγονιδίων.
Παρά τη μικρή συνολική περιοχή εξάπλωσής της στη χώρα μας, δεν προστατεύεται από κάποιο νομοθέτημα, συμπεριλαμβάνεται όμως στα Άλλα Σημαντικά Είδη Φυτών του δικτύου «ΦΥΣΗ 2000».

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2016

Colchicum pulchellum

Ζήρεια, 28/9/2015


Ανάμεσα σε όλους τους όμορφους εκπροσώπους του γένους Colchicum, αυτός που είχε τη χάρη, αλλά απέκτησε και το όνομα, είναι το Colchicum pulchellum K. Perss. (pulchellus: όμορφος), ένα σπάνιο κολχικό, ενδημικό της Πελοποννήσου. 


Είναι γνωστό μόνο από δύο βουνά της Πελοποννήσου, τον Ταΰγετο και τη Ζήρεια (Κυλλήνη), όπου ανθίζει χωρίς φύλλα κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου και όλο το Σεπτέμβριο, ενώ τα φύλλα και οι καρποί του αναπτύσσονται την άνοιξη, από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο.

Φύεται σε ασβεστολιθικά υποστρώματα, σε υψόμετρο από 1400 έως 1850 μ., σε σχετικά απόκρημνες βραχώδεις πλαγιές στον Ταΰγετο, ενώ στη Ζήρεια σε αμμώδεις ή χαλικώδεις θέσεις. Στο βουνό αυτό είναι χαρακτηριστική η εμφάνιση μεγάλων συστάδων του φυτού, καθώς συμβαίνει αγενής πολλαπλασιασμός παράλληλα με τον εγγενή.


Το Colchicum pulchellum συμπεριλαμβάνεται στο Βιβλίο Ερυθρών Δεδομένων των Σπάνιων και Απειλούμενων Φυτών της Ελλάδας με το χαρακστηρισμό «Σχεδόν Απειλούμενο», λόγω της μικρή συνολικά περιοχής εξάπλωσής του και του πιθανού κινδύνου που διατρέχει στη Ζήρεια από την εύκολη προσβασιμότητα στο βιότοπό του και τη γειτνίασή του με το χιονοδρομικό κέντρο. Ακόμη, είναι ένα από τα Άλλα Σημαντικά Είδη Φυτών του δικτύου "ΦΥΣΗ 2000".

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2016

Teucrium siculum

Γρεβενά, 4/7/2014

Σύμφωνα με τη μυθολογία, το όνομα Τεύκρος αποδίδεται στο γιο του ποτάμιου θεού Σκαμάνδρου και της νύμφης Ιδαίας, ο οποίος έφυγε από την Κρήτη, περιοχή καταγωγής του, για να εγκατασταθεί στην Τροία και να γίνει ο πρώτος βασιλιάς της. Λέγεται ότι πρώτος αυτός χρησιμοποίησε ένα είδος τους γένους Teucrium για θεραπευτικούς σκοπούς και γι’ αυτό ο Διοσκουρίδης έδωσε το όνομά του στο φυτό αυτό.



Από τα 25 taxa, είδη και υποείδη, του γένους Teucrium στην Ελλάδα, τα 12 είναι ενδημικά της χώρας μας. Ανάμεσα σε αυτά τα 25, υπάρχουν και 12 που χαρακτηρίζονται σπάνια για την Ελλάδα ή υπάρχουν σε μία μόνο ή δύο φυτογεωγραφικές περιοχές. Μια τέτοια περίπτωση είναι και το Teucrium siculum (Raf.) Guss., το οποίο έχει εντοπιστεί μέχρι σήμερα μόνο στην περιοχή της βόρειας Πίνδου. Εκτός συνόρων, το φυτό αυτό απαντά μόνο στην Ιταλία και τη Σικελία, από όπου προέρχεται το όνομα siculum.

Το T. siculum φύεται μέσα σε δάση, κυρίως φυλλοβόλων ειδών, όπως δρύες ή καστανιές, αν και στη βόρεια Πίνδο βρέθηκε κάτω από μαυρόπευκα. Γενικά πάντως, προτιμά τα όξινα υποστρώματα, ενώ εμφανίζεται σε ένα μεγάλο υψομετρικό εύρος, από το επίπεδο της θάλασσας έως τα 1300 μ.