Παρασκευή 3 Μαρτίου 2017

Leontice leontopetalum subsp. leontopetalum

Αττική, 20/3/2016


Τι είναι ζιζάνιο; Κάτι ενοχλητικό, είναι το πρώτο πράγμα που μας έρχεται στο μυαλό. Ο άνθρωπος τείνει να θεωρεί ζιζάνιο, δηλαδή ενοχλητικό φυτό που πρέπει να φύγει από τη μέση, οποιοδήποτε φυτό μπει στο δρόμο του και, καθώς οι ανθρώπινοι πληθυσμοί μεγαλώνουν και προσπαθεί να εκμεταλλευτεί όλο και περισσότερο το περιβάλλον, ο άνθρωπος έρχεται σε σύγκρουση με ολοένα και περισσότερα φυτά. Αυτό σημαίνει πως η αντίληψή μας για το τι είναι ζιζάνιο διευρύνεται. Όλα τα φυτά είναι πιθανά ζιζάνια, αν ο άνθρωπος αποφασίσει να τα αντιμετωπίσει έτσι.

Ας προσπαθήσουμε όμως να δούμε το θέμα από μια άλλη σκοπιά. Ας ονομάσουμε τα ζιζάνια αυτοφυή φυτά των καλλιεργειών και ας προσπαθήσουμε να δούμε τι συμβαίνει με τον ιδιαίτερο αυτό τύπο χλωρίδας που εξελίχθηκε παράλληλα με την ιστορία της γεωργίας. Κατά τον τελευταίο αιώνα, παρατηρείται μια αλλαγή στη σύνθεση της αυτοφυούς χλωρίδας των καλλιεργειών. Η τελευταία έχει πλέον να αντιμετωπίσει τη ραγδαία ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας, που σημαίνει ανάπτυξη αποτελεσματικών και εξειδικευμένων ζιζανιοκτόνων, αύξηση της χρήσης αζωτούχων λιπασμάτων, εγκατάλειψη του συστήματος εναλλαγής καλλιεργειών, οριστική εγκατάλειψη ορισμένων τύπων καλλιεργειών και διάφορες τεχνικές βελτίωσης του εδάφους. Όλα αυτά έχουν οδηγήσει στη μείωση της φυτοποικιλότητας των καλλιεργούμενων αγρών και την εξάπλωση λίγων και ανθεκτικών ζιζανίων σε αυτούς.

Έτσι, φυτά που παραδοσιακά συνόδευαν έναν τύπο καλλιέργειας, σήμερα τείνουν να εξαφανιστούν. Ένα παράδειγμα είναι το φυτό της σημερινής ανάρτησης: Leontice leontopetalum L. subsp. leontopetalum. Βοϊδοκράτης στην Κρήτη, τσάκρα στην Κύπρο, πουρδαλιά ή φούσκα αλλού, πρόκειται για ένα αυτοφυές είδος των σιταγρών, το οποίο κάποτε ήταν αρκετά κοινό, αλλά πλέον οι πληθυσμοί του έχουν μειωθεί τόσο, ώστε να συμπεριλαμβάνεται στο Βιβλίο Ερυθρών Δεδομένων των Σπάνιων και Απειλούμενων Φυτών της Ελλάδας με το χαρακτηρισμό «Τρωτό». 




Το Leontice leontopetalum εξαπλώνεται στην ανατολική Μεσόγειο, συμπεριλαμβανομένης της νότιας Βουλγαρίας, φτάνοντας ανατολικά μέχρι το βόρειο Ιράκ και Ιράν. Στην Ελλάδα έχει σποραδικές εμφανίσεις στο ανατολικό τμήμα της χώρας και στα νησιά του Αιγαίου. Προτιμά βαθιά αργιλώδη εδάφη, ενώ εμφανίζεται σε μεγάλο υψομετρικό εύρος, από τα 300 έως τα 1100 μ. και ανθίζει από το Φεβρουάριο έως τον Απρίλιο. Όταν οι καρποί του, που μοιάζουν με φούσκες, ωριμάσουν, ολόκληρη η ταξικαρπία κόβεται και κυλάει από τον αέρα στα χωράφια, θυμίζοντας σκηνή από ταινία Φαρ Ουέστ. Κατά το κύλισμα αυτό, το σχεδόν χάρτινο περικάρπιο σχίζεται και τα σπέρματα απελευθερώνονται στο έδαφος.  




Ο κόνδυλος του φυτού αυτού ήταν ασφαλής μέσα στο έδαφος, σε βάθος περίπου 20-40 εκ.. Τα σύγχρονα άροτρα όμως που φτάνουν μέχρι εκεί, δεν του αφήνουν πολλά περιθώρια επιβίωσης. Ένα παράδειγμα ενδεικτικό της μείωσης των πληθυσμών του είναι η αναφορά του φυτού ως κοινό ζιζάνιο μεταξύ αμπέλων και σπαρτών γύρω από τη Θεσσαλονίκη, από τον Ζαγανιάρη το 1939. Σήμερα, σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες (Κρίγκας, 2004), το είδος περιορίζεται σε δύο ολιγομελείς υποπληθυσμούς. Εκτός από το Βιβλίο Ερυθρών Δεδομένων, το Leontice leontopetalum συμπεριλαμβάνεται στον παγκόσμιο κατάλογο ειδών που χρήζουν προστασίας του ΟΗΕ και στα Άλλα Σημαντικά Είδη Φυτών του δικτύου «ΦΥΣΗ 2000», χωρίς να προστατεύεται ουσιαστικά από πουθενά. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου